Στο παιχνίδι των Χριστουγέννων δεν έχει αλλάξει η έδρα μου στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Τα κάλαντα με βρίσκουν πάντοτε στο ίδιο χωριό, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Λαμία, ένα ιδανικό μέρος για να πάρει κανείς μια ανάσα προτού επιστρέψει για να συνεχίσει τον πόλεμο στην Αθήνα. Διαχρονικά στη διαδρομή προετοίμαζα τον εαυτό μου για την βροχή των ερωτήσεων που θα δεχόμουν, στη διάρκεια ενός τριημέρου, σχετικά με τα αθλητικά και, κυρίως, τα ποδοσφαιρικά. Βάζουν δύσκολες ερωτήσεις οι χωρικοί. Και φυσικά, δεν χάνουν την ευκαιρία της συναναστροφής με έναν αθλητικό δημοσιογράφο. Όχι μόνο επειδή αυτή η ράτσα δεν περνά συχνά από τα μέρη τους, αλλά και επειδή στο χωριό ακόμη υπάρχει η αντίληψη ότι ο αθλητικός δημοσιογράφος δίνει καθαρές απαντήσεις.
Τα φετινά ήταν τα πιο ήσυχα Χριστούγεννα της ζωής μου στο χωριό. Είχα περάσει από πιο σκληρή εξέταση ακόμη και στις εποχές με τα πιο πεθαμένα ελληνικά πρωταθλήματα, δηλαδή ακόμη και τον καιρό που ο τίτλος είχε κριθεί από τον Νοέμβριο και το ενδιαφέρον για το ντόπιο ποδόσφαιρο είχε χαθεί. Τούτη τη φορά, όμως, η διαπίστωση ήταν σοκαριστική. Ακόμη και με ένα τόσο ανοιχτό, τουλάχιστον θεωρητικά, πρωτάθλημα, οι χωρικοί δεν είχαν καμιά διάθεση να συζητήσουν για ποδόσφαιρο. Κανένα ενδιαφέρον. Πεντάλεπτες συζητήσεις, για παρέα με τον καφέ, και τέλος. Μέχρι εκεί.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα έφερα μαζί μου τον προβληματισμό και την ανησυχία που μου προκάλεσε η διαπίστωση. Έφερα πίσω τις ερωτήσεις σχετικά με το πώς θα γίνει το πρωτάθλημα πιο ελκυστικό, πώς θα ξαναμπεί στη ζωή του μέσου Έλληνα, πώς θα τον πείσει ότι είναι μια καλή και φτηνή ψυχαγωγική επιλογή. Έφερα, όμως, μαζί μου πίσω στην Αθήνα και την ανακούφιση για την τύχη που έχω να μην ασχολούμαι, ως επαγγελματίας δημοσιογράφος, με το πολιτικό ρεπορτάζ. Διότι επιβεβαίωσα αυτό που αντιλαμβανόμουν καλά αυτή την εποχή, ότι οι πολιτικοί και τα κόμματα παίζουν με τα νεύρα των Ελλήνων και δοκιμάζουν τα όρια της υπομονής τους.
Μου μοιάζει αδιανόητο ότι δεν αντιλαμβάνονται ειδικά τα κόμματα εξουσίας, ότι προκαλούν την οργή των πολιτών που τους βλέπουν να ασχολούνται με τα εσωκομματικά και να συνεχίζουν να ξοδεύουν την ενέργειά τους, μαζί με τα λεφτά του Έλληνα, στον αγώνα για την προστασία των μικροσυμφερόντων τους. Θα πρότεινα σε ένα από τα celebrities της πολιτικής, ειδικά του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, να μεταμφιεστεί και να μπει σε ένα καφενείο ή μια καφετέρια για να δει τις αντιδράσεις των ανθρώπων την ώρα που τα Δελτία Ειδήσεων προβάλουν τα ρεπορτάζ και κάνουν κουβέντα πάνω στην πολιτική επικαιρότητα. Πέντε λεπτά παραμονής σε μια τέτοια πλατεία Ελλήνων θα έπειθαν και τον πιο ασυνείδητο Έλληνα πολιτικό ότι πρέπει να αλλάξει τροπάριο, δημόσια στάση και συμπεριφορά. Όχι επειδή θα ένιωθε τον καημό και την αηδία του Έλληνα, αλλά επειδή θα μύριζε στον αέρα, μαζί με τον καπνό απ’ το παράνομο τσιγάρο, τον κίνδυνο του λιντσαρίσματος.
Ναι, το βρώμικο ποδόσφαιρο έχει καταφέρει να ξενερώσει ανεπανόρθωτα τον μέσο Έλληνα, αλλά δεν του βάζει ιδέες επανάστασης, διότι ο μέσος Έλληνας μπορεί να ζήσει χωρίς ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν του αλλάζει τόσο τη ζωή. Αυτή η πολιτική, όμως, την ώρα που η χώρα χάνεται και ο μέσος Έλληνας κοιτάζει με απελπισία τον άδειο λογαριασμό και το κινητό του που δεν χτυπάει για δουλειά παρά μόνο για ληγμένες δόσεις, δεν τον εξοργίζει απλώς. Τον βγάζει από τα ρούχα του. Και του βάζει στο μυαλό ιδέες που δεν φανταζόταν ότι θα ‘ρχοταν ο καιρός να επεξεργαστεί: «Να πάω στην Αθήνα ζωσμένος με δυναμίτη, να τους ανατινάξω. Όχι για να γίνω ήρωας, αλλά για να γλιτώσω τα παιδιά μου από αυτούς».
Προσέξτε: ο τόπος της επίσκεψής μου ήταν ένα από τα πιο πολιτικοποιημένα χωριά που έχω συναντήσει. Ένα χωριό που ζούσε για να συζητά για πολιτική, που εξυπηρέτησε παντοιοτρόπως τα συμφέροντά του χάρη στην «βοήθεια» των πολιτικών, που έχει φωτογραφηθεί με το μισό γενεαλογικό δέντρο της πολιτικής, που έχει διορίσει τον μισό πληθυσμό του, δεν θέλει σήμερα ούτε να ακούει για πολιτικούς. Κάποιοι, μάλιστα, έστησαν και ένα μικρό μπλόκο στο πέρασμα για το Καρπενήσι, γιατί «πού θα πάει, δεν θα περάσει κανα cayenne ή καμιά Mercedes με δαύτους, να τους σταματήσουμε να τους κεράσουμε κάτι…».