Θυμάμαι, πριν χρόνια, σε έναν όροφο της Χρήστου Λαδά, έναν διευθυντή μου να κοιτάζει κάτω, τον κόσμο στο πεζοδρόμιο, και να μου λέει: «Κοίτα τους. Ζώα είναι. Χαλιά θέλουνε.»
Μιλούσε για την ουρά αναγνωστών του «Βήματος», οι οποίοι είχαν έρθει για να παραλάβουν τα χαλιά που μοίραζε ως προσφορά η εφημερίδα. Δεν σας λέω εδώ ποιος ήταν ο διευθυντής μου – αν και γενικώς δεν θα είχα πρόβλημα, μπορεί να πηγαίνει και ο νους σας – διότι δεν έχει σημασία: οι λέξεις του αυτές εξέφραζαν μια μάλλον γενικευμένη πεποίθηση στη διεύθυνση των ΜΜΕ, εδώ και πάνω από δεκαετία.
Η πεποίθηση περιλάμβανε λίγο ως πολύ τρεις βεβαιότητες: Η πρώτη ήταν ότι «ξέρουμε τι θέλει το κοινό». Αυτό ήρθε με την αυξανόμενη «επιχειρηματικότητα» των ΜΜΕ, όταν ακόμη και ο ΔΟΛ, ο οποίος είχε τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου το προνόμιο να βγάζει μόνο έντυπα (σε αντίθεση, λόγου χάρη, με άλλους οργανισμούς, οι ιδιοκτήτες των οποίων είχαν καράβια ή κατασκευαστικές εταιρείες), αποφάσισε ότι είναι περισσότερο επιχειρηματικός παρά δημοσιογραφικός οργανισμός. Η γνώση του «τι θέλει το κοινό» υποστηρίχθηκε από έρευνες – ποιοτικές, αναγνωσιμότητας κτλ – οι οποίες επιστρατεύθηκαν για ριζικούς ανασχεδιασμούς εφημερίδων και περιοδικών, προσλήψεις διευθυντών μάρκετινγκ (οι οποίοι, σε πολλές περιπτώσεις, ήρθαν με δυσθεώρητους μισθούς, κάθισαν λίγους μήνες, είδαν ότι η «εταιρική κουλτούρα» των εφημερίδων διέφερε από άλλου είδους επιχειρήσεις, εκνεύρισαν τα δημοσιογραφικά μεγαλοστελέχη, κι έφυγαν χωρίς να έχουν κάνει τίποτε), εταιρικών συμβούλων κ.ά.
Η δεύτερη βεβαιότητα ήταν ότι «ο κόσμος δεν διαβάζει». Κι αυτό αποτέλεσμα ερευνών ήταν, σε έναν βαθμό. Ο κόσμος διαβάζει σύντομα κείμενα. Πρέπει να τον «κρατάς» με φωτογραφίες και φωτογραφιούλες, λεζάντες και παραλεζάντες, σχεδιαγράμματα, πίνακες, χρώματα, σχήματα και κάθε λογής γραφιστικουλιές. Και όχι με μεγάλα θέματα για βαριά ζητήματα. Κοντά σε αυτή τη βεβαιότητα, αναπτύχθηκαν και στρατηγικές: γερές δόσεις «ευχάριστων» θεμάτων (λόγου χάρη, ιστοριών επιτυχίας), συνεντεύξεις εφ’ όλης της ύλης με λαμπερά πρόσωπα (όπου ρωτούσαμε, ας πούμε, μια σοπράνο να μας πει την άποψή της για τον Θεό), γενικώς προσωποκεντρικά θέματα ή αξιοπερίεργα.
Η τρίτη βεβαιότητα ήταν ότι ο ανταγωνισμός για την προσοχή του κοινού από τα όποια άλλα μέσα και το διαδίκτυο, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με οποιοδήποτε άλλο όπλο εκτός από την ύλη. Με ελκυστικό – όπως το εννοούσε ο καθένας – σχεδιασμό, με ένθετα και με δώρα πάσης φύσεως: ταινίες, βιβλία, μουσική αλλά και στρώματα θαλάσσης, σαγιονάρες – ακόμη και σπίτια.
Δεν νομίζω ότι ένας νηφάλιος παρατηρητής θα έπρεπε να πει ότι οι τακτικές αυτές απέτυχαν. Μπορεί τώρα οι κυκλοφορίες να κατακρημνίζονται και πολλοί εργαζόμενοι να καλούνται να πληρώσουν με τις δουλειές τους αλλά για πολλά χρόνια οι τακτικές αυτές χάρισαν στους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ πλούτη και δύναμη και σε πολλούς εργαζόμενούς τους διάφορα κοινωνικά προνόμια. Από την άλλη, δεν αποτελεί συνεπαγωγή ότι οι τακτικές ήταν σωστές. Σωστές ως προς τι; Ως προς τη δημοσιογραφία, λόγου χάρη, ήταν απολύτως λανθασμένες.
Αφού «είναι ζώα» και «θέλουν χαλιά», όμως, ποιος νοιάζεται για τη δημοσιογραφία; Αφού «δεν διαβάζουν» έτσι κι αλλιώς.
Είναι απίστευτο το πώς ο ιδρυματισμός μπορεί να σφηνώσει τέτοιου είδους λογικοφανείς περιγραφές σε ένα μυαλό. Πολύ λίγοι, ας πούμε, αναρωτήθηκαν: Το γεγονός ότι αυξήθηκε η κυκλοφορία μας με την προσφορά του «Pulp Fiction», ενώ μια άλλη εβδομάδα δεν μας αγόρασαν τόσοι, σημαίνει ότι θέλουν ταινίες αντί για ρεπορτάζ και κείμενα; Ή μήπως υπάρχει μια μικρή πιθανότητα κάποιοι από αυτούς να διαβάζουν ολημερίς, απλώς όχι εμάς; Μήπως έχουν διαβάσει σήμερα έξι ξένα περιοδικά και τους «Αθλίους» για δωδέκατη φορά και μετά είπαν: για δες, αυτή η απαράδεκτη εφημερίδα δίνει ταινία, δεν την παίρνουμε, κουράστηκαν τα μάτια μου από το διάβασμα; Ποιος το λέει ότι ανάμεσα στα «ζώα» δεν υπήρχαν και μερικοί που σκέφτηκαν έτσι; Και ποιος είναι «ζώο» τελικά;
Σταματώ εδώ: όποιος είναι τόσο βέβαιος τι «θέλει το κοινό» είναι άξιος της μοίρας του. Σωστότερο μου φαίνεται, αν επιθυμεί να δημιουργήσει οτιδήποτε, να κάνει αυτό που νομίζει και να ελπίσει ότι μέσα σε αυτό το αβυσσαλέο και πολύπλοκο πράγμα που ονομάζουμε, χάριν συνεννόησης, «κοινό» θα υπάρξουν και κάποιοι που θα τους ενδιαφέρει. Και ας μην υποτιμά τον «κόσμο». Μ’ όλους τους θρήνους κατά καιρούς για την κατάντια του «κόσμου», τα πράγματα που μέσα στο χρόνο καταλήγουν να θεωρούνται αξιόλογα από πολλούς, περιλαμβάνουν έναν απέραντο θησαυρό από προτάσεις και δημιουργήματα. Ο «κόσμος» ξέρει τι κάνει.
Το UNFOLLOW είναι μια τέτοια προσπάθεια. Με τη δική μας αντίληψη για τη σημασία της δημοσιογραφίας και του κειμένου, με τη δική μας αισθητική, με τη δική μας προσπάθεια για συμμετοχικότητα, ισοτιμία και ανεξαρτησία. Έχουμε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσαμε και θα συνεχίσουμε. Από εκεί και πέρα, εσείς ξέρετε.
UNFOLLOW Δεν ακολουθείς. Διαβάζεις. from Unfollow on Vimeo.
Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-OU