Ακροδεξιά τρομοκρατία στην Ευρώπη

Η ακροδεξιά τρομοκρατία είναι ένα από τα πιο σημαντικά και, συγχρόνως, λιγότερο κατανοητά πολιτικά φαινόμενα της εποχής μας. Οι περισσότερες ακαδημαϊκές μελέτες μέχρι σήμερα αποφεύγουν να μελετήσουν το χώρο της ακροδεξιάς μετά το 1945 γιατί οι ερευνητές θέλουν να αποφύγουν τις πολιτικές επιπτώσεις στην καριέρα τους, δεδομένου ότι οποιαδήποτε έρευνα σ’ αυτό το πεδίο, για να είναι αξιόπιστη θα έπρεπε να εξετάζει τις αφανείς οργανωτικές και υποστηρικτικές σχέσεις των ακροδεξιών ομάδων με τις ακροδεξιές φατρίες, που βρίσκονται μέσα στους ισχυρούς ιδιωτικούς και δημόσιους οργανισμούς και, κυρίως, στον κρατικό μηχανισμό και τις οργανωτικές και επιχειρησιακές σχέσεις μεταξύ των ακροδεξιών ομάδων των διαφόρων χωρών.

Η άρνηση να διαυγαστούν αυτές οι σχέσεις επιτρέπει να καλλιεργείται μια σύγχυση που ενισχύεται από τη διαστροφική επίδραση που έχει ο τεράστιος αριθμός των πολιτικά διαστρεβλωμένων, σκανδαλοθηρικών και επιφανειακών δημοσιευμάτων και τηλεοπτικών εκπομπών σχετικά με την τρομοκρατία. Οι περισσότερες απ’ αυτές αποτελούν άμεσα ή έμμεσα προϊόντα μιας άψογα ενορχηστρωμένης εκστρατείας παραπληροφόρησης που προωθείται από ακροδεξιά στοιχεία με την αφανή καθοδήγηση διαφόρων μυστικών υπηρεσιών.[1]

Αυτή η μεθοδευμένη διαστροφή της πραγματικής φύσης, της προέλευσης και της εικόνας της τρομοκρατίας στηρίζεται στην κατευθυνόμενη προώθηση ενός «ειδικά επεξεργασμενου» υλικού που προβάλλει τη «διεθνή τρομοκρατία» ως αριστερό φαινόμενο κυρίως και αποσιωπά την απειλή που εγκυμονεί η διεθνής Dεξιά τρομοκρατία.

Ας σημειωθεί ότι όλοι σχεδόν οι βασικοί υποστηρικτές της θεωρίας ότι πίσω από την τρομοκρατία βρισκόταν «αριστερά» τρομοκρατικά δίκτυα (ή «σοβιετικά», πριν από την ανατροπή του ανατολικού μπλοκ), έχουν ορισμένα κοινά γνωρίσματα. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν οι Brian Crozier, Arnaud de Borchegrave, Ray Cline, Paul Henze, Michael Ledeen, Robert Moss, John Rees, Claire Sterling, Pierre de Villemarest, ένας αριθμός Ισραηλινών «ειδικών» και άλλοι, που: 1) Έχουν μια μακροχρόνια ιστορία άμεσων ή έμμεσων διασυνδέσεων με διάφορες μυστικές υπηρεσίες. 2) Μερικοί από αυτούς έχουν συμμετάσχει προσωπικά στο παρελθόν σε επιχειρήσεις «αντι-τρομοκρατίας», αποσταθεροποίησης, ψυχολογικού πολέμου ή προπαγάνδας. 3) Οι περισσότεροι απ’ αυτούς σε κάποια χρονική στιγμή συνδέθηκαν με think tanks ή άλλους οργανισμούς που χρηματοδοτούνται εκ του αφανούς από μυστικές υπηρεσίες. 4) Οι περισσότεροι παραβρίσκονται συχνά σε ψευτο-ακαδημαϊκές συναντήσεις ή συνέδρια για να ανταλλάξουν απόψεις, να αναπτύξουν σχέδια και να συντονίσουν τη δραστηριότητα διαφόρων οργανισμών και οργανώσεων. 5) Τα στοιχεία που αναφέρουν για να στηρίξουν τις απόψεις τους προκύπτουν κυρίως με αναφορές του ενός στον άλλον και από «μη-κατονομαζόμενες» πηγές διαφόρων μυστικών υπηρεσιών (δηλαδή, είναι εξ’ ολοκλήρου αναξιόπιστα, μη-επαληθεύσιμα και αμφισβητήσιμα).

Αυτή η κατάσταση άρχισε να αλλάζει το 1980, όταν εκδηλώθηκε μια σειρά από πολύνεκρες τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις από φασιστικές ομάδες στις 2 Αυγούστου 1980 (στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια), στις 26 Σεπτεμβρίου 1980 (στη Γιορτή του κρασιού στο Μόναχο) και στις 3 Οκτωβρίου 1980 (έξω από τη συναγωγή της οδού Κοπέρνικου στο Παρίσι).[2] Εξαιτίας αυτών των δολοφονικών επιθέσεων, η προσοχή του Τύπου, της κοινής γνώμης και ορισμένων κλάδων των δυνάμεων ασφαλείας στράφηκε προσωρινά στον ακροδεξιό εξτρεμισμό που αναπτυσσόταν στα υπόγεια της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής.

Έκτοτε, αρκετοί «ειδικοί», αδυνατώντας να παραβλέψουν τη σωρεία των αποδεικτικών στοιχείων που ενοχοποιούσαν την ακροδεξιά για τα τις δολοφονικές επιθέσεις του 1980, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν αυτά τα στοιχεία με ένα τρόπο που να ενοχοποιεί την αριστερά. Στη διαμόρφωση αυτής της βολικής «ερμηνείας», που κφράζει την πάγια τακτική του κρατικού μηχανισμού και των μυστικών υπηρεσιών να ενοχοποιούν την αριστερα για το φαινόμενο της τρομοκρατίας, σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα ακροδεξια αμερικανικά think-tank (όπως το Heritage)[3] που χρηματοδότησαν τις «έρευνες» σ’ αυτή την κατεύθυνση[4] προσπαθώντας να παρακάμψουν το κρίσιμο ερώτημα «πως ερμηνεύεται το αποδεδειγμένο γεγονός ότι ένα πλήθος νεοφασιστικών τρομοκρατικών επιθέσεων αποδίδονταν εντέχνως στην αριστερά επί είκοσι και πλέον χρόνια;» (από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980), και να μεταθέσουν τη συζήτηση στο «εάν ορισμένες ακροδεξιές ομάδες έχουν εκδηλώσει την αλληλεγγύη τους σε ορισμένες ακροαριστερές ομάδες, ή εάν «έχουν συνεργαστεί» κρυφά μ’ αυτές σε κάποιες φάσεις της μεταπολεμικής περιόδου».

Η κρατική χειραγώγηση της άκρας δεξιάς

Η ερμηνεία της «Στρατηγικής της Εντασης» που εφαρμόστηκε από την ακροδεξιά είτε αμέσως με τη διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών από ακροδεξιές ομάδες είτε εμμέσως με τη διείσδυση ακροδεξιών στοιχείων στις οργανώσεις της άκρας αριστεράς και τη χειραγώγηση τους (μια στρατηγική που εφαρμοζόταν ευρύτατα από την άκρα δεξιά σε όλη τη διαρκεια του Ψυχρού Πολέμου), προϋποθέτει να ερευνηθεί η σχέση των ακροδεξιών τρομοκρατικών ομάδων με τις ποικιλώνυμες μυστικές υπηρεσίες.

Η στενή συνεργασία ακροδεξιών τρομοκρατικών ομάδων με ακροδεξιά στελέχη των διαφόρων υπηρεσιών ασφάλειας δεν αποτελεί ένα νέο φαινόμενο, δεδομένου ότι οι μυστικές υπηρεσίες του στρατού και της αστυνομίας πάντα στρατολογούν και χρησιμοποιούν προβοκάτορες που προέρχονται από διάφορα τμήματα του πληθυσμού.[5] Μεταξύ των απολύτως επιβεβαιωμένων παραδειγμάτων που αφορούν την περίοδο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, συγκαταλλέγονται:

1) Η συμμαχία μεταξύ των αμερικανικών Μυστικών Υπηρεσιών και διαφόρων συνδικάτων του οργανωμένου εγκλήματος (που άρχισε το 1942).[6]

2) Η στρατολόγηση χιλιάδων Ναζί εγκληματιών πολέμου και συνεργατών τους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και τους φιλοφασιστικούς κύκλους του Βατικανού. Οι περισσότεροι από τους ναζί και τους συνεργάτες τους που διέφυγαν σε άλλες χώρες, το πέτυχαν με τη βοήθεια των «καναλιών» των American Counter Intelligence Corps (CIC) και των «Γραφείων για τους Πρόσφυγες» του Βατικανού.

3) Η στρατολόγηση του προσωπικού των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας του Άξονα από πολλές δυτικές μυστικές υπηρεσίες μετά τη λήξη του πολέμου. Η πιο διάσημη απ’ αυτές τις στρατολογήσεις αφορά την «πρόσληψη» της αποκαλούμενης Οργάνωσης Gehlen (της πρώην Frerride Heere Ost / HΟ, τμήματος της υπηρεσίας πληροφοριών των ναζί OKH υπό τη διοίκηση του στρατηγού Reinhard Gehlen) που επανδρώνονταν κυρίως με άνδρες των SS και των Sicherheitsdienst.[7]

Από τα παραπάνω, προκύπτουν δύο κρίσιμα συμπεράσματα σε ό,τι αφορά την καταγωγή και την εμφάνιση του φαινομένου της τρομοκρατίας στην μεταπολεμική Ευρώπη:

1) Η στρατολόγηση του προσωπικού των μυστικών υπηρεσιών των Ναζί από τις δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών έθεσε τις βάσεις για την μεταπολεμική συνεργασία των νέων γενιών των ακροδεξιών εξτρεμιστών που, δυστυχώς, εξακολουθεί να επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας.

2) Οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν απ’ αυτά τα τρομοκρατικά στοιχεία ήταν, κυρίως, γαλλικές «αντι-ανατρεπτικές» τεχνικές που διαδόθηκαν μέσω του OAS.

Σήμερα είναι διαθέσιμος ένας πλούτος στοιχείων για τη συστηματική χρησιμοποίηση των ακροδεξιών από τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ενδιαφέρουσες πληροφορίες υπάρχουν σε πολλές πηγές, μεταξύ των οποίων η εξαιρετική ερευνητική δουλειά του Δανού δημοσιογράφου Henrik Kruger,[8] καθώς και τα βιβλία του Patrice Chairoff (1975 και 1977),[9] και του Luis M. Gonzalez-Mata (1978),[10] Frederick Laurent (1978).[11] Christie Stuart,[12] κ.α.

Η εφαρμογή της ακροδεξιάς τρομοκρατίας στην Ευρώπη

Σημαντικότατο εργαλείο για την διάδοση και την εφαρμογή της τρομοκρατίας στην Ευρώπη ήταν το Aginter Pressένα τύποις «Πρακτορείου Τύπου» που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1966 στη Λισαβόνα και εξελίχθηκε σε «γενικό επιτελείο» της φασιστικής διεθνούς και καθοδηγητικό όργανο της ακροδεξιάς τρομοκρατίας που σάρωσε την Ευρώπη, όπως προκύπτει από τα λεπτομερή ντοκουμέντα γι’ αυτή την οργάνωση τα οποία ανακαλύφθηκαν (α) στα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών PIDE/DGS του πορτογαλικού δικτατορικού καθεστώτος και (β) στο επιτελείο του Aginter Press, από τους Πορτογάλους αριστερούς αξιωματικούς του MEA (Movimento des Forcas Armadas) οι οποίοι ανέτρεψαν τη δικτατορία στην Πορτογαλία τον Απρίλιο του 1974, με τη νικηφόρα «Επανάσταση των Γαρυφάλων».[13]

Δημιουργός του ήταν ο Yves GuerinSerac (το γένος Guillot) που είχε υπηρετήσει στην Ασία όπου στρατολογήθηκε στην διαβόητη 11η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών, την «Ταξιαρχία του Πάγου», μια ειδική μονάδα δολοφόνων ειδικευμένων σε «βρώμικες δουλειές» που έδρευε στην Αλγερία και ήταν υπό την εποπτεία της SDECE. Συνδέθηκε με τον OAS και ηγήθηκε μιας μονάδας του που δρούσε στην περιοχή του Οράν. Τον Ιούνιο του 1962, διέφυγε στην Ισπανία όπου βοήθησε στην οργάνωση του ακροδεξιού MCR (Mouvement du Combat Contre-Revolutionnaire). Στη συνεχεία μετακινήθηκε στην Πορτογαλία όπου προσελήφθη αρχικά ως καθοδηγητής της παραστρατιωτικής Legiao Portuguesa, και αργότερα ως εκπαιδευτής των αντι-αντάρτικων μονάδων του πορτογαλικού στρατού. [14]

Το Aginter Press, που ήταν το «κέντρο της διεθνούς φασιστικής ανατρεπτικής δραστηριότητας», ήταν οργανωμένο σε διάφορα τμήματα, μεταξύ των οποίων σημαντικότερα ήταν τα εξής:

1. Το Γραφείο Κατασκοπείας, που καλυπτόταν από την πορτογαλική PIDE/DGS (Policia Internacional e de Defesado Estado / Direccao Geral de Seguranca) και συνδεόταν στενά με:

– την αμερικανική CIA (Central Intelligence Agency / Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών),
– τη δυτικο-γερμανική BND  (Bundesnachrichtendienstπου είναι κατευθείαν απόγονος της ναζιστικής Οργάνωσης Gehlen, από την άποψη της οργάνωσης και της επάνδρωσης),
– την ισπανική DGS (Direccion General de Seguridad – Γενική Διεύθυνση Ασφαλείας),
– τη διαβόητη ελληνική ΚΥΠ (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών, Ελλάδα) και
– το νοτια-αφρικανικό ΓΚΑ (Γραφείο Κρατικής Ασφάλειας).

2. Η Μονάδα Στρατολόγησης και Εκπαίδευσης, που ήταν ειδικευμένη στη στρατολόγηση και την εκπαίδευση μισθοφόρων στις τεχνικές του «ανορθόδοξου και μη συμβατικού πολέμου».

3. Το Στρατηγικό Κέντρο, το οποίο συντόνιζε όλες τις ενέργειες «ανατροπής» και «διείσδυσης» και το οποίο λειτουργούσε σε συνεργασία με αντιδραστικά καθεστώτα και ακροδεξιούς πολιτικούς σε κάθε ήπειρο.

4. Ο Διεθνής Οργανισμός Δράσης, που ονομαζόταν O&T (Ordre et Tradition / Νόμος και Παράδοση) και διέθετε μια παράνομη παραστρατιωτική πτέρυγα γνωστή ως OACI (Organization dAction contre le Communisme International– Οργανισμός Δράσης Εναντίον του Διεθνούς Κομμουνισμού).

Βασικοί στόχοι του Aginter Press ήταν η δημιουργία δικτύων διασυνδέσεων με τις ακροδεξιές οργανώσεις στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, η εκπαίδευση ακροδεξιών τρομοκρατών και η διείσδυσή του στις οργανώσεις της άκρας αριστεράς.

1) Εκπαίδευση τρομοκρατών: Ενας κλάδος του Aginter Press είχε ως έργο την εκπαίδευση των λεγεωναρίων και των τρομοκρατών που γινόταν σε ειδικά στρατόπεδα της Legiao και της PIDE/DGS.[15] Οι περισσότεροι από τους εκπαιδευθέντες από το Aginter Press συμμετείχαν αργότερα σε διάφορες αιματηρές τρομοκρατικές  ενέργειες στην Ευρώπη και, ιδιαίτερα, στην εφαρμογή της «Στρατηγικής της Έντασης» στην Ιταλία.[16]

2) Διείσδυση σε οργανώσεις της αριστεράς: Μια από τις κυριότερες ειδικότητες του Aginter Press -κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό- ήταν η διείσδυση στις ακροαριστερές και ιδιαίτερα τις φιλο-κινεζικές (μαοϊκές) οργανώσεις και η χειραγώγησή τους για την επίτευξη των σκοπών του.[17]

Στην Ευρώπη, οι πράκτορες του Aginter Press βρήκαν την τέλεια κάλυψή τους στο μαοϊκό Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελβετίας (PCSI/ML) που είχε ως ηγέτη τον Gerard Bulliard.[18] Από την πλευρά του Aginter Press, υπεύθυνος γι’ αυτή τη «συνεργασία» ήταν ο Robert Leroy[19] που ήταν ειδικευμένος στην απόκτηση πληροφοριών για την αριστερά δρώντας υπό την κάλυψη του δημοσιογράφου.[20] Με τις «συστάσεις» της πρεσβείας της κομμουνιστικής Λαϊκής Κίνας στη Βέρνη ο Bulliard πείσθηκε να προσλάβει τον Robert Leroy και άλλα στελέχη του Aginter Press ως ανταποκριτές της εφημερίδας L‘ Etincelle του «Κομμουνιστικού Κόμματος Ελβετίας / Μαρξιστικό-λενινιστικό» (PCS/MI).[21] Εφοδιασμένοι με τέτοια πιστοποιητικά, ο Leroy και οι συνεργάτες του ήταν σε θέση να διεσδύσουν στις περιοχές της Ανγκόλα, της Γουϊνέας-Μπισάου και της Μοζαμβίκης που κατέχονταν από τους αντάρτες[22] και, αργότερα, να ενεργοποιηθούν στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, υποδυόμενοι τους Μαοϊκούς δημοσιογράφους.[23] Οπως αποδείχθηκε από τη δημοσιογραφική και δικαστική ερευνα, ο Guerin-Serac, ο Leroy και ο Laurent αναμείχθηκαν στις ακροδεξιές προβοκατόρικες ενέργειες στην Ιταλία και το Aginter Press έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης» στην Ιταλία.

Η χειραγώγηση της μεταπολεμικής πολιτικής σκηνής στην Ιταλία από την ακροδεξιά έλκει την καταγωγή της σε μια περίοδο πριν από την άφιξη των πρακτόρων «ανταποκριτών» της Aginter Press στην Ιταλία.

Πριν από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, το Αμερικανικό OSS (Office of Strategic Service) που ήταν προκάτοχος της CIA, λειτουργώντας υπό την καθοδήγηση του Allen Dulles (μετάπειτα διευθυντή της CIA) και του James J. Angleton (μετέπειτα διευθυντή του τμήματος αντικατασκοπείας της CIA) εργάζονταν πυρετωδώς για να εξουδετερώσει τη μεταπολεμική πολιτική επιρροή των κομμουνιστών που έλεγχαν τις αντιστασιακές οργανώσεις. Ο Dulles διακανόνιζε τη διαφυγή και τη στρατολόγηση των πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών και της πολιτικής αστυνομίας του Αξονα.[24] Και ο Angleton οργάνωνε τα δίκτυα επαφών με ανθρώπους σε θέσεις-κλειδιά στους βιομηχανικούς και ακροδεξιούς κύκλους στο Βατικανό, το στρατό, την αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες.[25]

Μετά τον πόλεμο, ο Angleton βοήθησε να επιχορηγηθούν πολλές ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες με πρόσχημα την «πρόληψη ενός κομμουνιστικού πραξικοπήματος»,[26] και ο ίδιος προσωπικά έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διάσωση της ζωής του «Μαύρου Πρίγκηπα» Junio Valerio Borghese, ενός Ιταλού εγκληματία πολέμου που αργότερα αναμείχθηκε σε αρκετές απόπειρες ακροδεξιών πραξικοπημάτων. Ο Borghese ήταν ο άνθρωπος-κλειδί σε δύο σοβαρές απόπειρες πραξικοπήματος στην Ιταλία (στην απόπειρα πραξικοπήματος Tora Tora το Δεκέμβριο του 1970 και στην απόπειρα πραξικοπήματος με την κωδική ονομάσία Rosa dei Venti) και σε πολλές άλλες -λιγότερο δραματικές- ακροδεξιές ενέργειες.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και μετά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ διέθεσε μυστικά εκατομμύρια δολάρια στην Ιταλία για να συγκροτηθούν αντικομμουνιστικά Εργατικά Συνδικάτα και δίκτυα πολιτικών «Επιτροπών Αυτοάμυνας» και για χρηματοδοτηθούν δεξιά έντυπα και οι εκλογικές εκστρατείες των συντηρητικών κομμάτων.[27] Κι ήταν αυτό ακριβώς το πλαίσιο της εντατικής αμερικανικής επέμβασης στις ιταλικές πολιτικές υποθέσεις που επέτρεψε την ανασυγκρότηση του νεοφασισμού.

Η νεοφασιστική «Στρατηγική της έντασης» στην Ιταλία

Η έκβαση του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στις περισσότερες χώρες ένα πολιτικό σκηνικό αφιλόξενο για τους φασίστες και όλοι οι πρώην φασίστες προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους και να προωθήσουν τις πολιτικές τους απόψεις, ακολουθώντας δύο πορείες, σε γενικές γραμμές: Μια «συντηρητική» που ακολουθήθηκε από τους φασίστες που εντάχθηκαν σε διάφορες αντιδραστικών πολιτικών ομάδων που σχηματίστηκαν προκειμένου να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που πρόσφερε το νέο πολιτικό σύστημα το οποίο επιβλήθηκε στην Ιταλία από τους Συμμάχους μετά τον πόλεμο (όπως ο αντιδημοκρατικός σχηματισμός Uomo Qualunque-UQ του Guglielmo Gianini). Και μια «αδιάλλακτη» που ακολουθήθηκε από φασίστες οι οποίοι συγκρότησαν βραχύβιες παράνομες παραστρατιωτικές οργανώσεις, ανάμεσα στις οποίες σημαντικότερη ήταν το FAR (Fasci d’ Azione Rivoluzionaria) που οργάνωνε κατά διαστήματα βίαιες ενέργειες. Αυτές οι παράνομες ομάδες παρέμειναν στο πολιτικό περιθώριο μέχρι τη στιγμή που τα μέλη τους εντάχθηκαν στο MSI (νεοφασιστικό κόμμα που δρούσε νομίμως) το οποίο οργανώθηκε από διάφορα μικρότερα φασιστικά σχήματα μετά την αμνηστία που χορηγήθηκε στα τέλη του 1946.

Όταν, αργότερα, συγκροτήθηκε το Super-ΝΑΤΟ, οι ομάδες αυτές υπό την καθοδήγηση του Arturo Michelini συνεργάστηκαν μαζί του και στα μέσα της δεκαετίας του 1950, τα πιο νεαρά και δραστήρια μέλη τους άρχισαν να συγκροτούν νέες παράνομες ομάδες βίαιης δράσης. Μεταξύ αυτών ήταν η Ordine Nuovo (ΟΝ) που εμφανίστηκε το 1954 ως εξτρεμιστικό ρεύμα εντός του MSI από το οποίο διασπάστηκε το 1956 και η Avanguardia Nazionale (ΑΝ) που προέκυψε από τις τάξεις της νεολαίας του MSI το 1959. Αυτοί οι δυο σχηματισμοί εξελίχτηκαν γρήγορα στις πιο δραστήριες ακροδεξιές τρομοκρατικές οργανώσεις στην Ιταλία και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις φάσεις της «στρατηγικής της έντασης».

Έχοντας υπόψη το υπόβαθρο αυτό, μπορούμε να εξετάσουμε τη «στρατηγική της έντασης» στην Ιταλία, που άρχισε να εφαρμόζεται το 1968 με κορυφαίες εκδηλώσεις τις τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις στο Μιλάνο και τη Ρώμη τις 12 Δεκεμβρίου 1969.

Στην εφαρμογή αυτής της δεξιάς «στρατηγικής της έντασης» διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο διάφορες υπηρεσίες του ΝΑΤΟ, της Ιταλίας και άλλων χωρών, όπως: Οι υπηρεσίες πληροφοριών του ΝΑΤΟ, η CIA, η ελληνική ΚΥΠ, η ιταλική SID (Servizio Informazioni Difesa) και άλλα τμήματα των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας.[28]

Oλες σχεδόν οι διαθέσιμες πηγές για την εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης» στην Ιταλία δίνουν έμφαση στη συνεργασία μεταξύ νεοφασιστών και δυτικών μυστικών υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας και στηρίζονται σε στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στον κατεστημένο τύπο και σε δημοσιευμένες «Εκθέσεις» των επίσημων ερευνών που έγιναν από κοινοβουλευτικές επιτροπές ή ανώτατους δικαστικούς, οι οποίες περιλαμβάνουν αφενός ένα πλήθος πρώην απόρρητων ντοκουμέντων των μυστικών υπηρεσιών και αφετέρου τις καταθέσεις των μαρτύρων, των κατηγόρων και κατηγορουμένων σε διάφορες σχετικές υποθέσεις.

Μετά την αποτυχία των απελπισμένων προσπαθειών του OAS εναντίον του αλγερινού FLN και του στρατηγού De Gaulle, οι εκπρόσωποι του OAS έκαναν επαφές με τους ακροδεξιούς κύκλους σε όλη την Ευρώπη και τα στελέχη του ανέπτυξαν σχέσεις με ιταλικές νεοφασιστικές ομάδες, με αποτέλεσμα να εξασφαλιστεί η εκπαίδευση των μελών τους στις τεχνικές του OAS και της φασιστικής προπαγάνδα σε στρατόπεδα ειδικής εκπαίδευσης στο Βέλγιο και τη Δυτική Γερμανία.[29] Εν συνεχεία, ο OAS οργάνωσε δίκτυα στην Ιταλία προκειμένου να παρέχει στους Ιταλούς ακροδεξιούς «βασικά μαθήματα» στις τεχνικές ψυχολογικής δράσης και τρομοκρατίας.

Μεταξύ εκείνων που αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικού ενδιαφέροντος και βοήθειας από τον OAS ήταν διάφοροι Ιταλοί νεοφασίστες που, αργότερα, ενεπλάκησαν στην αιματηρή εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης». Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται ο Guiseppe Rauti,  γνωστός ως «Pino» Rauti, ένας από τους πρωταγωνιστές της ως άνω «στρατηγικής», ο οποίος οργάνωσε τις επιδείξεις εξ ονόματος του OAS, o Serafino de Luia, που ανέλαβε την οργάνωση καταφυγίων για τους διωκόμενους τρομοκράτες του OAS, και ο Guido Giannettini, εθνικός ηγέτης του MSI, ναζιστής-φασίστας δημοσιογράφος (ιδιότητα που αποτελούσε προτέρημα για διάφορες μυστικές υπηρεσίες), ο οποίος σε μια έκθεση της ιταλικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών SIFAR (Servizio Informazioni Forze Armate), αναφέρεται ως ένας από τους βασικότερους πράκτορες του OAS στην Ιταλία. [30]

Οι Giannettini και Rauti έπαιξαν αργότερα βασικό ρόλο στη διάδοση του δόγματος του «ανορθόδοξου πολέμου» στα ανώτερα κλιμάκια των Ιταλών στρατιωτικών. Με τη συνεργασία του στρατηγού Guiseppe Aloja, τον μετέπειτα επικεφαλής του στρατού, συντέλεσαν στη δημιουργία ενός επίλεκτου στρατιωτικού σώματος από άνδρες των ιταλικών ΛΟΚ για να αντιμετωπιστεί η «κομμουνιστική ανατρεπτική δραστηριότητα» και στην πλήρη στρατικοποίηση των μονάδων της αστυνομίας.

Μια ένδειξη για τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε το δόγμα του «ανορθόδοξου πολέμου» παρέχεται από τη διάσκεψη του ινστιτούτου «Alberto Pollio» που ήταν αφιερωμένη σ’ αυτό το θέμα και έγινε στο ξενοδοχείο Principi dei Parco της Ρώμης το Μάιο 1965, με τη χρηματοδότηση της SID.[31] Αυτή η διάσκεψη συγκέντρωσε πολυάριθμους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς ανώτερους υπαλλήλους, συντηρητικούς πολιτικούς, δεξιούς δημοσιογράφους και νεοφασίστες τρομοκράτες (όπως ο Stefano Delle Chiaie και η Michele Mario Merlino) και σφραγίστηκε από τις παρουσιάσεις των Giannettini και Rauti. Ενώ είναι δύσκολο να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος του δόγματος του «ανορθόδοξου πολέμου» στους κύκλους των ανώτερων Ιταλών στρατιωτικών ως σύνολο. Κι αυτό γιατί δεν έχει γίνει ακόμη μια μελέτη των εξειδικευμένων στρατιωτικών δημοσιευμάτων τα οποία θα παρείχε μια καθαρότερη εικόνα αυτής της επίδρασης, δεδομένου ότι υπάρχει ένα πλήθος στοιχείων που αποδεικνύουν ότι οι ακροδεξιές φατρίες μέσα στις ένοπλες δυνάμεις και τις δυνάμεις ασφάλειας βοηθούσαν τους νεοφασίστες τρομοκράτες στην άσκηση της τρομοκρατικής τους δραστηριότητας για μια περίοδο πολλών ετών. 

Αποτιμώντας αυτή την κατάσταση, ο στρατηγός Amorosino δήλωσε: «Οι ιταλικές υπηρεσίες ασφαλείας, από τη SIFAR μέχρι τη SID, ήταν αναμεμειγμένες σε όλα τα σκοτεινά συμβάντα της τελευταίων χρόνων: Από τις μαζικές τρομοκρατικές ανθρωποσφαγές μέχρι τις οικονομικές επιδοτήσεις της CIA. Από την δράση εναντίον των εργατικών συνδικάτων μέχρι την βιομηχανική κατασκοπεία. Από το λαθρεμπόριο όπλων μέχρι τη διάθεση στρατιωτικών κονδυλίων για την ανάπτυξη προνομιακών σχέσεων με την κρατική βιομηχανία. Από την πόλωση της πολιτικής ζωής (με τη χρήση του συνόλου των διαθέσιμων αρχείων για πολίτες και κυβερνητικούς αξιωματούχους, για εκβιασμούς, δωροδοκίες και παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής) μέχρι την οργάνωση πραξικοπημάτων, που συνοδευόνταν από συστηματικές παρεμποδίσεις των δικαστικών ερευνών γι’ αυτές τις εγκληματικές ενέργειες».[32]

Οι μέθοδοι του «ανορθόδοξου πολέμου» εισήχθησαν στην Ιταλία μέσω των ακροδεξιών Ελλήνων συνταγματαρχών που τις είχαν ήδη εφαρμόσει με επιτυχία για την επιβολή του στρατιωτικού τους πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου 1967. Παρακάτω θα αναφερθούν τα στοιχεία που τεκμηριώνουν το γεγονός ότι το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας έπαιξε σημαντικό ρόλο τουλάχιστον στις πρώτες φάσεις της εφαρμογής της «στρατηγικής της έντασης» στην Ιταλία.

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο επικεφαλής του πραξικοπήματος συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος και άλλοι ανώτεροι υπάλληλοι συνδεδεμένοι με την ΚΥΠ (και με την CIA, που παράρτημά της αποτελούσε η ΚΥΠ). Η CIA χρηματοδοτούσε, οργάνωνε και επάνδρωνε την ΚΥΠ και ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε υπηρετήσει ως σύνδεσμος της ΚΥΠ με τη CIA.[33] Ο Παπαδόπουλος ήταν θιασώτης του δόγματος του «ανορθόδοξου πολέμου» και οπαδός των Γάλλων θεωρητικών του.[34] Πράκτορες του Παπαδόπουλου εφάρμοσαν με επιτυχία τη «στρατηγική της έντασης» στους μήνες που προηγήθηκαν του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967 στην Ελλάδα και χρησιμοποίησαν τις ίδιες μεθόδους που, εν συνεχεία, εφαρμόστηκαν στην Ιταλία (τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις και προκλήσεις που αποδόθηκαν στην «αριστερά», τεχνικές ψυχολογικού πολέμου, κ.α.)[35]

Όλοι σχεδόν οι ηγετικοί παράγοντες που ήταν πίσω από την εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης» στην Ιταλία είχαν από μακρού άμεση διασύνδεση με επιχειρησιακά στελέχη του Aginter Press.

Μετά την πρώτη γνωστή επαφή μεταξύ του Robert Leroy και του Delle Chiaie (ιδρυτής της AN και διεθνώς αναγνωρισμένος ως ο πλέον επικίνδυνος ακροδεξιός τρομοκράτης) που έγινε κατά τη διάρκεια μια σύσκεψης που οργάνωσε η «Νέα Ευρωπαϊκή Τάξη» (Nouvel Ordre Europeen/Neue Europaische Ordung, NOE/NEO) το 1965 στο Μιλάνο και χρηματοδοτήθηκε από την ON,[36] κατά την  περίοδο 1966-1969 έγιναν πολλές τέτοιες συσκέψεις για τη συνεργασία του Leroy με πολλούς Ιταλούς νεοφασίστες, όπως ο Merlino (ON και της AN), ο Stefano Serpieri (της Europa Civilta), ο Clemente Graziani (συνιδρυτής της ON μαζί με τον Pino Rauti), ο πρίγκηπας Borghese (ιδρυτής του «Εθνικού Μετώπου»-Fronte Nazionale), ο Carlo Maggi, ο διαβόητος «ναζι-μαοϊκός» Franco Freda, κ.α.

Η σημαντικότερη απ’ αυτές τις συσκέψεις έγινε στις 31 Ιανουαρίου 1968 (δυο μόνο μήνες πριν από την έναρξη της εφαρμογής της «στρατηγικής της έντασης») όταν ο Guerin-Serac συμφώνησε με τον Pino Rauti στο σχέδιο των «αντικομμουνιστικών δραστηριοτήτων» που έπρεπε να εφαρμοστεί.[37] Στο πλαισιο αυτού του σχεδίου εντάσσεται και η προσπάθεια του νεοφασίστα Merlino να διαβρώσει την ιταλική μαοϊκή ομάδα Avantguardia Proletaria, χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις του με την ελβετική «μαοϊκή» εφημερίδα L‘ Etincelle.[38]

Μια σαφέστατη απόδειξη της άμεσης διασύνδεσης των στελεχών του Aginter Press με την εφαρμογή της «στρατηγικής της έντασης» στην Ιταλία παρασχέθηκε από έναν από τους από «ανταποκριτές» του Aginter Press στην Ιταλία, σε έκθεση που έστειλε το Νοεμβρίου 1968 στην έδρα του «πρακτορείου» στη Λισσαβώνα, η οποία ανακαλύφθηκε αργότερα. Σ’ αυτή την έκθεση, η επεμβατική τακτική που χαρακτηρίζει τη στρατηγική περιγράφηκε σαφώς:

«Σκεφτόμαστε ότι η πρώτη φάση πολιτικής δράσης μας πρέπει να συνίσταται στο να προωθηθεί μια κατάσταση χάους σε όλες τις δομές του καθεστώτος και η δραστηριότητά μας θα πρέπει να αποσκοπεί στην υπονόμευση του δημοκρατικού κράτους με ενέργειές μας που θα αποδίδονται σε κομμουνιστές ή φιλο-μαοϊκούς. Για το σκοπό αυτό έχουμε ήδη διεισδύσει με ανθρώπους μας σε τέτοιες ομάδες και, προφανώς, θα πρέπει να προσαρμόσουμε τις ενέργειές μας στο περιβάλλον τους (με προπαγάνδα και βίαιες ενέργειες που θα φαίνονται ότι προέρχονται από τους κομμουνιστές αντιπάλους μας). Με τη διείσδυση των προβοκατόρων μας στους κύκλους της επαναστατικής αριστεράς θα ωθήσουμε σε ρήξη τη σημερινή κατάσταση πολιτικής αστάθειας και θα δημιουργηθεί ένα κλίμα χάους. Οι φιλο-μαοϊκοί κύκλοι, που χαρακτηρίζονται από ανυπομονησία και ζήλο, είναι κατάλληλοι για διάβρωση. Αυτές οι ενέργειες έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη εχθρότητα απέναντι σ’ εκείνους που απειλούν την ειρήνη του έθνους (δηλ. την αριστερά). Πρέπει να χειριστούμε κατάλληλα την κοινή γνώμη ώστε να πειστεί για την αποτυχία και την ανικανότητα των νόμιμων αρχών και θεσμών και να εμφανιστούμε ως η μόνη δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί μια σταθερή κοινωνική, πολιτική και οικονομική λύση αυτή τη στιγμή. Συγχρόνως πρέπει να επιδράσουμε στους πολίτες ώστε να στραφούν εναντίον της αποσύνθεσης που προκαλείται από τις ανατρεπτικές δραστηριότητες και την τρομοκρατία».[39]

Παρόμοιες ιδέες διατυπώνονται σε ένα τρομοκρατικό εγχειρίδιο που έγραψε ο Guerin-Serac, όπου υποστηρίζεται ότι ο ψυχολογικός σκοπός της τρομοκρατίας είναι «η δημιουργία ενός κλίματος της αβεβαιότητας ανησυχίας στις μάζες, το οποίο θα αυξήσει την επιρροή μας σ’ αυτές και θα επιτρέψει, με την κατάλληλη χειραγώγησή τους, να μας αποδεχτούν ως λύση».[40]

Όπως φαίνεται από το προαναφερθέν έγγραφο, το πρώτο στάδιο της «στρατηγικής της έντασης» αφορούσε μια«συνεχή προσπάθεια διείσδυσης ακροδεξιών σε ομάδες της αριστεράς και τη δημιουργία φασιστικών ομάδων που καλύπτονταν κάτω από ετικέτες που απηχούσαν αόριστα τη μαρξιστική ορολογία».[41] Αυτό αποδείχθηκε με τη διενέργεια πολλών τρομοκρατικών πράξεων, ειδικά βομβιστικών, οι περισσότερες από τις οποίες αποδόθηκαν στην αριστερά από την αστυνομία και τις δικαστικές αρχές που συνεργάζονται με τους ακροδεξιούς.

Η τρομοκρατία στην Ιταλία και η ελληνική Χούντα

Όπως έχει αναφερθεί, η ενδεχομένως σημαντικότερη σύσκεψη (στην οποία πήραν μέρος και οι Guerin-Serac και Pino Rauti) έγινε τον Ιανουάριο του 1968. Αλλά η πραγματική ώθηση στις διαδικασίες των ακροδεξιών τρομοκρατικών προκλήσεων ακολούθησε άμεσα ένα άλλο σημαντικό γεγονός: Τον Απρίλιο του 1968, μέλη διάφορων ιταλικών νέο-φασιστικών οργανώσεων επισκέφτηκαν την Ελλάδα συνοδευόμενα από μερικούς Ελληνες νεοφασίστες που σπούδαζαν στην Ιταλία.[42]

Ανάμεσα στους Ιταλούς υπήρχαν εκπρόσωποι των ακροδεξιών οργανώσεων ON, AN, Europa Civilta, Nuova Caravella και της νεολαίας του ιταλικού νεοφασιστικού κόμματος MSI (η Fronte Universitario di Anzione Nazionale, FUAN). Οι Ελληνες «τουρίστες» ήταν μέλη της ESESI, μιας οργάνωσης ακροδεξιών Ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία που λειτουργούσε ως «βιτρίνα» για επιχειρήσεις της ΚΥΠ υπό την εποπτεία του Κωνσταντίνου Πλεύρη.[43]

Αυτό η επίσκεψη οργανώθηκε από τον Pino Rauti, ο οποίος είχε ήδη προσωπικές επαφές με την ελληνική ακροδεξιά, είχε επισκεφτεί την Ελλάδα μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και είχε εγκαταστήσει στενές σχέσεις με τη Χούντα που είχε καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία στην Ελλάδα. Πραγματικοί οργανωτές αυτής της επίσκεψης ήταν η ελληνική και ιταλική ΚΥΠ (ΚΥΠ και SID), στις οποίες ο Rauti υπηρέτησε ως «σύνδεσμος».[44]

Στις συσκέψεις που έγιναν πήραν μέρος ο Merlino και ο Serpieri, αντιπρόσωποι του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος και ο Κωνσταντίνος Πλεύρης, επικεφαλής του ναζιστικού γκρουπούσκουλου Κόμμα 4ης Αυγούστου, πράκτορας της ΚΥΠ και στενός συνεργάτης του Pino Rauti.[45] Με δεδομένο ότι ο Πλεύρης ήταν ο αρχιτέκτονας της εφαρμογής της «στρατηγικής της έντασης» στην Ελλάδα, οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι εκπαίδευσε τους επισκέπτες Ιταλούς ακροδεξιούς στις τρομοκρατικές τεχνικές που είχε εφαρμόσει ο ίδιος προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα για την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου 1967.[46]

Ο Flamini καταχωρεί στο βιβλίο του μια δικαστική Εκθεση στην οποία αναφέρεται ότι «ο Κωνσταντίνος Πλεύρης είχε παρακολουθήσει επίσημα σεμινάρια για τη θεωρία του ανορθόδοξου πολέμου» και αναφέρει ότι «ήταν επικεφαλής του νεοφασιστικού Κόμματος 4ης Αυγούστου, που πήρε το όνομά του από την ημερομηνία που κατέλαβε την εξουσία ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, το 1936».[47]

Η διαπίστωση ότι οι Ιταλοί νεοφασίστες τρομοκράτες εκπαιδεύτηκαν στην Ελλάδα της δικτατορίας, επιβεβαιώνεται πλήρως από το γεγονός ότι οι «επισκέπτες» Ιταλοί ακροδεξιοί μετά την επιστροφή τους από την Ελλάδα, εμφανίζουν μια οβιδιακή πολιτική μεταμόρφωση:

Μέσα σε λίγες μέρες, ο Merlino ίδρυσε τη δήθεν «αναρχική» Oμάδα 22ης Μαρτίου (Circolo ΧΧΙΙ Marzo) σε συνεργασία με νεοφασίστες.[48] Άλλοι ακροδεξιοί συγκρότησαν διάφορες δήθεν «αριστερές» ομάδες μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν η «αριστερή» φοιτητική κίνηση Movimentio Studentesco Operaia d’ Avanguardia, η «αναρχική» ομάδα Grupo Primavera, η Banda ΧΧΙΙ de Luia’s Attilo Strippoli και η ομάδα Οκτώβρης (Ottobre) του Diego Vandelii. Επίσης, ένα σύνολο δήθεν «αριστερών» οργανώσεων και επιχειρησιακών ομάδων ιδρύθηκαν από τους ναζιστές-μαοϊκούς Freda και Giovanni Ventura.[49]

Ταυτόχρονα, άλλοι νεοφασίστες «μεταμόρφωσαν» τις διαβρωμένες γνήσιες αριστερές οργανώσεις και προσπαθούν να τις προσανατολίσουν σε ενέργειες που προκαλούν τη βίαιη αντίδραση των αρχών. Για παράδειγμα, ο Merlino διείσδυσε και διέσπασε την αναρχική ομάδα Κύκλος Bakunin (Circolo Bakunin), ενώ ο Domenico Polli και ο Alfredo Sestili διέβρωσαν και διέσπασαν το μαοϊκό Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας (Partito Communista d’Italia / marxista-Leninista, PSdl/mjl.), λειτουργώντας ως προβοκάτορες.[50]

Πολλές από αυτές τις ακροδεξιές επιχειρήσεις δείσδυσης και διάβρωσης των οργανώσεων της αριστεράς ήταν επιτυχείς και άλλες μερικώς επιτυχείς επειδή οι ακροδεξιοί που τις ανέλαβαν δεν είχαν τα προσόντα για να δράσουν με αυστηρά «επαγγελματικό τρόπο». Ωστόσο, πολλοί ερευνητές, αναφερόμενοι στην τακτική των μυστικών υπηρεσιών και των ακροδεξιών οργανώσεων που αποσκοπούσε στη διάβρωση των ομάδων της άκρας αριστεράς, συμπεραίνουν ότι «όλες σχεδόν οι ομαδούλες της εξω-κοινοβουλευτικής άκρας αριστεράς είχαν διαβρωθεί».[51]

Μετά απ’ αυτή την πρώτη φάση της «στρατηγικής της έντασης», άρχισε η εφαρμογή της δεύτερης φάσης από το Νοέμβριο του 1968, η οποία σηματοδοτήθηκε με πολυάριθμες βομβιστικές τρομοκρατικές ενέργειες, όταν ο Della Chiaie και οι συνεργάτες του τοποθετήσαν διάφορες βόμβες έξω από σχολεία και αστυνομικά τμήματα, προσπαθώντας να τις κάνουν να φαίνονται ως έργο των αριστεριστών.[52]

Δεν είναι δυνατό να γίνει τεχνητός διαχωρισμός της πρώτης και της δεύτερης φάσης της «Στρατηγικής της Εντασης» στην Ιταλία, δεδομένου ότι τόσο η διάβρωση των ακροαριστερών ομάδων από τους ακροδεξιούς όσο και η τρομοκρατία εκδηλώθηκαν ταυτόχρονα. Απλώς, η διάβρωση ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της πρώτης φάσης και η τρομοκρατία της δεύτερης, πράγμα που αντανακλά μια κλιμάκωση της «ψυχολογικής δράσης» που είχε ως στόχο τον πληθυσμό και τις μυστικές υπηρεσίες, συγχρόνως.

Η κατάσταση έγινε σοβαρότερη το 1969, χρονιά κατά την οποία ο όρος «Ερυθρές Ταξιαρχίες» ήταν απολύτως άγνωστος. Από τις 3/1 μέχρι τις 12/12/1969 (δηλαδή μέχρι τη μέρα που οι νεοφασίστες πραγματοποίησαν τη σφαγή στην Πιάτσα Fontana του Μιλάνου), έγιναν τουλάχιστον 145 βομβιστικές ενέργειες από τους νεοφασίστες. Από αυτές, οι 96 είχαν ως στόχο την αριστερά και οι υπόλοιπες 49 έγιναν σε διάφορους δημόσιους χώρους.[53]

Σύμφωνα με πιο πλήρη στοιχεία που αναλύθηκαν από τον Ugo Pecchioli, το 1969 οι νεοφασίστες διέπραξαν 312 τρομοκρατικές ενέργειες. Σχεδόν όλες αυτές οι τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις αποδόθηκαν από τις αρχές στην αριστερά.

Τον Απρίλιο 1969, μετά από σύσκεψη με τον Pino Rauti και τον Giannettini (έναν πράκτορα που εμφανιζόταν ως «δημοσιογράφος»), τα μέλη της νεοφασιστικής ομάδας των Freda και Ventura έβαλαν διάφορες βόμβες στο Μιλάνο και την Πάδοβα που οι αρχές φρόντισαν να αποδόσουν στην αριστερά. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε της βάση της εφαρμογής ενός σχεδίου για τη διενέργεια παρόμοιων τρομοκρατικών πράξεων σ’ όλη τη διάρκεια του 1969, οι οποίες αποδίδονταν «στερεοτύπως» στην αριστερά τόσο από τον συντηρητικό τύπο όσο και από ανώτατα στελέχη της αστυνομίας που συνεργάζονταν με τους νεοφασίστες, με σκοπό να πειστούν τα μετριοπαθή στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των δυνάμεων ασφαλείας ότι βρισκόταν σε εξέλιξη ένα σχέδιο «κομμουνιστικής ανατροπής» και, έτσι, να δημιουργηθεί ένα πρόσχημα για πραξικοπηματική επέμβαση του στρατού.

Αυτή η διαδικασία κατέληξε σε μια σειρά 4 βομβιστικών ενεργειών στις 12 Δεκεμβρίου 1969 στο Μιλάνο και τη Ρώμη. Από αυτές, η πλέον σοβαρή έγινε στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα (Banca Nazionale dell’ Agricoltura) στην Πιάτσα Fontana, όπου 16 άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 80 τραυματίστηκαν.[54] Λίγες μόνο ώρες μετά τη νεοφασιστική σφαγή, ο αστυνομικός διευθυντής του Μιλάνου ο επιθεωρητής Luigi Calabrese ενημέρωσε τον Τύπο ότι πίσω από τη σφαγή βρίσκονταν οι αναρχικοί, όπως ακριβώς είχε κάνει και μετά τις τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις του Απριλίου του ίδιου έτους.[55]

Με βάση αυτό, συνελήφθησαν ορισμένοι αναρχικοί που ανήκαν στην ομάδα Circolo 22 Marzo. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν ο Pietro Valpreda (ένας άνεργος χορευτής μπαλέτου που προηγουμένους είχε αρνηθεί «να συνεργαστεί» με την αστυνομία και να καρφώσει τους φίλους του)[56] και ο Guiseppe Pinelli (ένας πολιτικά ενεργός αναρχικός που εκπαραθυρώθηκε από παράθυρο του κτιρίου της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του).[57] Στη συνέχεια, ο Valpreda και οι ομοϊδεάτες του «χρεώθηκαν» με τις βομβιστικές επιθέσεις και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, για να αποδειχτεί μετά από 7 ολόκληρα χρόνια ότι η σφαγή ήταν έργο των νεοφασιστών.

Η ομάδα Circolo 22 Marzo είχε διαβρωθεί από τον νεοφασίστα Merlino στα τέλη του 1969. Σκοπός του ήταν να πειστούν μερικοί γνήσιοι αναρχικοί να συμφωνήσουν στη διενέργεια βίαιων πράξεων, ώστε να μπορούν να κατηγορηθούν για τις βομβιστικές ενέργειες που σχεδίαζαν οι νεοφασίστες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Valpreda και οι φίλοι του χρησιμοποιήθηκαν ως κατάλληλα εξιλαστήρια θύματα.[58] Με άλλα λόγια, η βομβιστική ενέργεια και η σφαγή στην Πιάτσα Fontana δεν ήταν παρά ένα ακόμη έργο των νεοφασιστών, που υποκινήθηκε, βοηθήθηκε και καλύφθηκε από στελέχη της αστυνομίας και της ιταλικής ΚΥΠ (SID). Η ανάμειξη των μυστικών υπηρεσιών σ’ αυτή την υπόθεση αποδείχθηκε με πολλούς τρόπους:

(α) Ένα από τα μέλη της ομάδας «Circolo 22 Marzo» που πλεύρισε τον Valprenta και βοήθησε να στηθεί η προβοκάτσια εναντίον του, αποδείχθηκε ότι ήταν ο πράκτορας της αστυνομίας Salvatore Ippolito, που ενημέρωνε συνεχώς τους ανωτέρους του για την εξέλιξη των κινήσεών του.
(β) Ο αστυνομικός επιθεωρητής Calabrese και ο εισαγγελέας Antonio Amati, με βεβιασμένη ανακοίνωσή τους, κατήγγειλαν λανθασμένα τους αναρχικούς, πριν από οποιαδήποτε έρευνα.
(γ) Η αστυνομία κατέστρεψε ή εξαφάνισε σπουδαία στοιχεία (όπως μια μη-εκραγείσα βόμβα στο Μιλάνο) και αγνόησε σκοπίμως την κρίσιμη κατάθεση ενός μικρεμπόρου ότι -δυό μέρες πριν από την έκρηξη- είχε πωλήσει στον Freda τα σακίδια που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των βομβών.
(δ) Μέλη του Τμήματος 4 (Τμήμα Αντικατασκοπείας) της ιταλικής ΚΥΠ (SID) γνώριζαν εκ προοιμίου τα πάντα για την βομβιστική ενέργεια και δεν έκαναν τίποτα για να την αποτρέψουν.
(ε) Αργότερα, οι ίδιοι βοήθησαν τον Giannettini να δραπετεύεσει στο εξωτερικό, εφοδιάζοντάς τον με ένα πλαστό διαβατήριο.[59]

Δυστυχώς, οι αρχικές καταδίκες των ακροδεξιών δολοφόνων αναιρέθηκαν στο εφετείο που απήλλαξε τους κατηγορούμενους με το αιτιολογικό των  «μη-επαρκών αποδείξεων». Αυτή είναι η συνήθης κατάληξη των δικών στις οποίες παραπέμπονται ακροδεξιοί τρομοκράτες (σε πλήρη αντίθεση με τις δίκες που αφορούν ακροαριστερούς), πράγμα που αποδεικνύει τη δυνατότητα των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας να επηρεάζουν αποφασιστικά τους Ιταλούς δικαστές. Σύμφωνα με τον Borraccetti, «η τελική απόφαση της απαλλαγής των κατηγορουμένων κατά την κατ΄ έφεση εκδίκαση της πολύνεκρης τρομοκρατικής βομβιστικής ενέργειας στην Piazza Fontana του Μιλάνου (για την οποία δεν επιλήφθηκε η δικαιοσύνη μέχρι τις 1-8-1985), ήταν η πλέον απαράδεκτη απ’ όλες τις -πολλές και ελάχιστα διεξοδικές- των ακροδεξιών τρομοκρατών που έγιναν στην Ιταλία». [60]

Aυτό αποδείχθηκε μερικά χρόνια αργότερα όταν μια δράκα έντιμων δικαστικών που διεξήγαγε τις ανακρίσεις, κατάφερε να υπερνικήσει τα πολιτικά και αστυνομικά εμπόδια, να ερευνήσει τα γεγονότα και να διατυπώσει κατηγορητήριο εναντίον των πραγματικών δραστών.

Στις 18 Ιανουαρίου 1977, επτά χρόνια μετά τη σφαγή στην Πιάτσα Fontana, διατυπώθηκε επισήμως κατηγοριά γι΄αυτό το μαζικό έγκλημα εναντίον τριάντα τεσσάρων (34) νεοφασιστών και ανώτερων υπαλλήλων των μυστικών υπηρεσιών. Αλλά μόνο οι Freda, Ventura και Gianettini κάθησαν στο εδώλιο.[61] Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι «εξαφανίστηκαν», «διέφυγαν» από τη χώρα ή δεν ήταν στη διάθεση της ανάκρισης για διάφορους λόγους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που διέφυγαν ήταν ο Delle Chiaie, ο Leroy και ο Guerin-Serac, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως «οι πραγματικοί εγκέφαλοι του σχεδιασμού του εγκλήματος», σύμφωνα με αναφορά με ημερομηνία 17 Δεκεμβρίου 1969 που υπήρχε στα αρχεία της ιταλικής ΚΥΠ (SID) και για την οποία υποστηρίχτηκε ότι «διέλαθε της προσοχής» της υπηρεσίας.

Στις 1 Αυγούστου 1985, στην κατ’ έφεση εκδίκαση αυτής της υπόθεσης, απαλλάχθηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι για την πολύνεκρη τρομοκρατική βομβιστική ενέργεια στην Piazza Fontana του Μιλάνου. Ολοι οι ερευνητές συμφωνούν ότι αυτή ήταν η πλέον προκλητική και απαράδεκτη απ’ όλες τις (πολλές και ελάχιστα διεξοδικές) δίκες των ακροδεξιών τρομοκρατών που έγιναν στην Ιταλία.

Σύμφωνα με μια σχεδόν πάγια δικαστική τακτική, οι αρχικές καταδίκες των ακροδεξιών δολοφόνων αναιρούνταν στο εφετείο, το οποίο απάλλασε τους κατηγορούμενους με το αιτιολογικό των «μη-επαρκών αποδείξεων». Αυτή είναι η συνήθης κατάληξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των δικών στις οποίες παραπέμπονται ακροδεξιοί τρομοκράτες, σε πλήρη αντίθεση με τις δίκες που αφορούν ακροαριστερούς. Κι αυτό αποδεικνύει τη δυνατότητα των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας να επηρεάζουν αποφασιστικά τους Ιταλούς δικαστές.

Εν τω μεταξύ, η στρατηγική της έντασης συνέχισε να εφαρμόζεται στην Ιταλία. Από το 1969 ως το 1975 σημειώθηκαν 4.334 επίσημα καταγραμμένες πράξεις τρομοκρατικής βίας (απ’ αυτές, το 83% αποδόθηκε αρχικά στην άκρα αριστερά για να αποδειχτεί αργότερα ότι ήταν έργο της άκρας δεξιάς και των συνεργατών της στον κρατικό μηχανισμό). Σ’ όλη τη διάρκεια εκείνων των χρόνων, η Ιταλία αντιμετώπισε μια κατάσταση προκλητού χάους, την οποία χαρακτήριζαν:

1. Τα κύματα των βομβιστικών ενεργειών σε δημόσιους χώρους.
2. Οι άκαρπες προσπάθειες να εκδηλωθεί ένα επιτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα.
3. Η ευρύτατα εφαρμοζόμενη διείσδυση και διάβρωση των αριστερών οργανώσεων από ακροδεξιούς και πράκτορες των ιταλικών και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
4. Οι συνεχείς προκλήσεις που καλύπτονταν πίσω από ένα «αριστερό» μανδύα».
5. Οι μαζικές εξεγέρσεις (όπως αυτή στην περιοχή Reggio Καλαβρία το 1970).
6. Η «αυτονομημένη» παράλληλη και πολυποίκιλη ανατρεπτική δραστηριότητα των μυστικών υπηρεσιών του στρατού και της αστυνομίας, και
7. Αλλες μορφές νεοφασιστικών προσπαθειών για την υπονόμευση και την ανατροπή του κοινοβουλευτικού καθεστώτος.

Όλες αυτές οι παράνομες δραστηριότητες δεν κατάφεραν να προκαλέσουν και να επιβάλουν ένα δεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ιταλία (πράγμα που, δυστυχώς, πέτυχαν να κάνουν στην Ελλάδα το 1967, στη Χιλή το 1973 και στην Τουρκία το 1971 και το 1980, εφαρμόζοντας την ίδια πρακτική). Αλλά, πέτυχαν να προκαλέσουν το θάνατο εκατοντάδων αθώων ανθρώπων στην Ιταλία, τον τραυματισμό και την αναπηρία πολύ περισσότερων, να δημιούργησαν ένα γενικό κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, και να βοηθήσουν τον πολιτικό συντηρητισμό να θεσπίσει ανεμπόδιστα μια ολόκληρη σειρά σκληρών «αντιτρομοκρατικών» νόμων που είχαν και έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα όλων των Ιταλών.

Η κατάσταση στην Τουρκία πριν από το πραξικόπημα του 1980, παρέχει πλήθος αποδείξεων ότι οι μεθοδικές επιχειρήσεις διάβρωσης των ακροαριστερών ομάδων και η διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών γίνονταν από την οργάνωση «Kontrgerilla» (KG) που ήταν σε επαφή με το Γενικό Επιτελείο του τουρκικού στρατού και την οποία οργάνωσε, χρηματοδοτούσε, εκπαίδευε και καθοδηγούσε η CIA. Στόχος αυτών των ενεργειών (στην Τουρκία και οπουδήποτε αλλού) ήταν να δημιουργηθεί ένα κλίμα φόβου και χάους που θα αποσταθεροποιύσε την κοινωνία και θα καθιστούσε  ανεκτή ή αποδεκτή την κατάληψη της εξουσίας από ακροδεξιούς στρατιωτικούς.

Αργότερα ήρθαν στο φως σημαντικές αποδείξεις για τις άμεσες διασυνδέσεις που υπήρχαν μεταξύ της KG, της διαβόητης MIT (Milli Istihbarat Teskilati – Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας) και της παρακρατικής οργάνωσης Bozkurt (Γκρίζοι Λύκοι) που επρόσκειτο στο νεοφασιστικό κόμμα MHP (Milliyetci Hareket Partisi / Nationalist Action for Movement Party) του Alparslan Turkes. Από μια ειρωνική αντιστροφή της ιστορίας, η στρατιωτική χούντα που κατέλαβε την εξουσία το 1980 και με τη βοήθεια του κόμματος MHP, εν συνεχεία το έθεσε υπό καθεστώς «συμπίεσης» εξαιτίας του φόβου που προκάλεσε η μεγάλη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του αδίστακτου Turkes.

Συμπεράσματα

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να αποτελούν αντικείμενο ερευνών και αποκαλύψεων του τύπου οι ακροδεξιές φατρίες μέσα στις μυστικές υπηρεσίες και τις δυνάμεις ασφάλειας, που βοηθούσαν, κάλυπταν, υποκινούσαν και προστάτευαν τις ακροδεξιές τρομοκρατικές ομάδες, φατρίες που πίσω από κάθε τρομοκρατική ενέργεια «ανακάλυπταν» την αριστερά.

Οπως αποδείχθηκε, οι περισσότεροι από τους ακροδεξιούς προβοκάτορες που υποδύονταν τους «αριστερούς» συνδέονταν με εκείνους που αναμείχθηκαν σε όλες τις προηγούμενες φάσεις της «στρατηγικής της έντασης». Ανάμεσα σ’ αυτούς περιλαμβάνται:

1) Ο Delle Chiaie, που ήταν ο πλέον ένθερμος υπέρμαχος της αλληλεγγύης με την αριστερά. Μετά την άμεση ανάμειξή του σε όλες σχεδόν τις προβοκατόρικες επιχειρήσεις στην Ιταλία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έδρασε ως διευθυντικό στέλεχος στις «επιχειρήσεις θανάτου» που οργάνωναν οι στρατιωτικές, οι παραστρατιωτικές και οι «παράλληλες» αστυνομικές μονάδες στην Ισπανία, την Αργεντινή και τη Χιλή.[62] Σε κάθε περίπτωση, ο Delle Chiaie -που για πολλά χρόνια είχε επίσημη υποστήριξη και προστασία από τον κρατικό μηχανισμό και τις μυστικές υπηρεσίες πολλών χωρών- τελικά, συνελήφθη στη Βενεζουέλα το 1987 και εκδόθηκε στην Ιταλία για να δικαστεί για το πλήθος των τρομοκρατικών εγκλημάτων που είχε διαπράξει. Από τα ιταλικά δικαστήρια αντιμετωπίστηκε με ένα τρόπο που είναι χαρακτηριστικός της δικαστικής στάσης απέναντι σε όλες τις παρεμφερείς υποθέσεις που αφορούν την ακροδεξιά: Με τη στερεότυπα επαναλαμβανόμενη αιτιολογία  ότι υπήρχε «έλλειψη επαρκών αποδείξεων», το 1988 απαλλάχθηκε από την κατηγορία της άμεσης συμμετοχής του στην πολύνεκρη νεοφασιστική βομβιστική ενέργεια στην Μπολόνια (1980) και τον Φεβρουάριο του 1989  απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες για ανθρωποκτονίες κατά την νέο-φασιστική βομβιστική επίθεση του 1969.[63]

2) Ο Paolo Signorelli, ένας από τους βασικούς παράγοντες στην εφαρμογή της «στρατηγική της έντασης» στην Ιταλία. Στη δεκαετία του 1970 εγκατέλειψε τις φασιστικές ομάδες (όπως το TP και ο κύκλος Costruiamo I’ Azione) και εξελίχθηκε σε κοινοβουλευτικό υποψήφιο του MSI.

3) Ο Pierluigi Paglai, διαβόητος για την άμεση συμμετοχή του στο δεξιό βολιβιανό «πραξικόπημα της κοκαϊνης» το 1980.[64]

4) Ο Marco Affatigato, ένας από τους βασικούς υπόπτους που υπέδειξε η δικαστική έρευνα για τη σφαγή στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια το 1980.[65]

5) Ο «ναζιστής-μαοϊκός» Freda, ο Mario Tuti, ο Claudio Mutti, κ.α.[66]

Η σημαντικότερη προσπάθεια των ακροδεξιών και νεοφασιστων τρομοκρατών αποσκοπούσε στη διείσδυση, τη διάβρωση και τη χειραγώγηση ορισμένων ακροαριστερών οργανώσεων από νεοφασίστες, κυρίως στη δεκαετία του 1970 και 1980. Αυτή ήταν η προσφιλής μέθοδος δράσης του διαβόητου νεοφασίστατα τρομοκράτη Delle Chiaie, ο οποίος επέμενε να χαρακτηρίζει τη δράση του ως «αντι-ιμπεριαλιστική» και «επαναστατική», παρά τη μακροχρόνια ιστορία συνεργασίας του με τις μυστικές υπηρεσίες και διάφορες ακροδεξιές τρομοκρατικές οργανώσεις.

Όπως αποδείχθηκε με την περίπτωση της δυτικο-γερμανικής νεοναζιστικής ομάδας Odfried Hepp, η οποία λειτουργούσε με βάση την αρχή ότι «η χρήση οποιουδήποτε μέσου δικαιολογείται στην αντι-ιμπεριαλιστική προσπάθεια» και η οποία προσλήφθηκε ως «προβοκάτορας» από τη Bundeskriminalamt (BKA), όπως έχει τεκμηριωθεί αναλυτικά.[67] Η νεο-ναζιστική Ομάδα Hepp συμμετείχε, μαζί με άλλους νεοναζί, σε μία σειρά από ληστείες τραπεζών και βομβιστικών επιθέσεων εναντίον εγκαταστάσεων του ΝΑΤΟ, για τις οποίες κατηγορούνταν στερεοτύπως οι αριστερές εξτρεμιστικές ομάδες, όπως η RAF (Rote Armee Fraktion – Φράξια Κόκκινος Στρατός) και η RZ (Revolutionare Zellen), μέχρις ότου ανακαλύφθηκε αργότερα ότι όλες αυτές οι ενέργειες είχαν διαπραχθεί από την οργάνωση Odfried Hepp. H Odfried Hepp μεταξύ των «αριστερίστικων» τρομοκρατικών οργανώσεων που συνεργάζονταν με ακροδεξιούς περιελάμβανε την «Ομάδα του Abu Nidal», το φιλο-ιρακινό PLF (Palestine Liberation Front – Παλαιστινιακό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και τη μυστηριώδη, και άκρως βίαιη, οργάνωση FARL (Fractions Armees Revolutionnaires Libanaises – Ενοπλες Φράξιες Λιβανέζων Επαναστατών) της οποίας ηγείται ο Jurj Ibrahim Abd-Allah και συνδέεται με τη γαλλική «Αμεση Δράση».

Μια πρώτη ερμηνεία προκύπτει από τη διεξοδική έρευνα για τη διάβρωση των ακροαριστερών οργανώσεων από τη συνδυασμένη δράση ακροδεξιών και μυστικών υπηρεσιών, έρευνα που οδηγεί και στις τάξεις μερικών από τις γνωστότερες ακροαριστερές οργανώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι Brigate Rosa (Ερυθρές Ταξιαρχίες) στην Ιταλία, η Action Directe (Αμεση Δράση) στη Γαλλία και η GRAPO (Crupos de Resistencia Antifascistas Primero de Octubre) στην Ισπανία.

Αυτή η διάβρωση των ακροαριστερών οργανώσεων είχε ως αποτέλεσμα να ασκείται πίεση από τους ακροδεξιούς προβοκάτορες στο εσωτερικό των διαβρωμένων οργανώσεων, να προχωρήσουν σε δραστηριότητες που θα μπορούσαν να «αιτιολογήσουν» την ύπαρξη μιας «κοκκινης τρομοκρατίας» (πράγμα που αποτελούσε εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για την επίτευξη των σχεδίων των δυτικών υπηρεσιών ασφαλείας) και να «δικαιολογήσουν» την τεράστια κινητοποίηση του προπαγανδιστικού μηχανισμού των δυτικών χωρών για να πεισθεί η δυτική κοινή γνώμη ότι η απειλή της «κομμουνιστικής τρομοκρατίας» ήταν πραγματική.[68]

1) Για τις ιταλικές Ερυθρές Ταξιαρχίες: Υπάρχουν πολλά ύποπτα και αδιευκρίνιστα συμβάντα και καταστάσεις σχετικά με τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες», και ειδικότερα με το τμήμα που οργάνωσε και ηγήθηκε ο Mario Moretti. Ετσι, για παράδειγμα, δύο πρόσφατες μελέτες για την απαγωγή και τη δολοφονία του ηγέτη της ιταλικής χριστιανοδημοκρατίας Aldo Moro (1978), που ήταν υπέρμαχος της κυβερνητικής συνεργασίας με την αριστερά, δείχουν ότι οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» είχαν τη βοήθεια ορισμένων στοιχείων του ιταλικού υπόκοσμου, στελεχών των μυστικών υπηρεσιών και νέο-φασιστών τρομοκρατών που συνδέονταν με τη μυστική ακροδεξιά Μασονική Στοά «Ρ2» του Licio Gelli και τη CIA.

Πριν αποκαλυφθεί μια μεγάλη σειρά οικονομικών και πολιτικών σκανδάλων στα οποία πρωταγωνιστούσε η P2, η εν λόγω Μασονική Στοά είχε 975 και πλέον μέλη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν ανώτατοι αξιωματούχοι από όλα τα πολιτικά κόμματα της Ιταλίας (με εξαίρεση το ΚΚΙ), από το χώρο της οικονομίας και των ενόπλων δυνάμεων. Μέλη της ήταν οι επικεφαλής όλων των μυστικών υπηρεσιών και των βασικών μηχανισμών του στρατού και της αστυνομίας. Με βάση αυτό το «δυναμικό», η P2 είχε συγκροτήσει μια ολιγάριθμη «παράλληλη» ή «σκιώδη» κυβέρνηση που καθόριζε αποφασιστικά τη διαμόρφωση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Ιταλίας, σε όλα τα επίπεδα.[69]

Τα μέχρι σήμερα αποκαλυφθέντα στοιχεία από τις κοινοβουλευτικές και δικαστικές έρευνες αποκάλυψαν ότι υπήρχαν άμεσες διασυνδέσεις ανάμεσα στη Μασονική Στοά P2 και ακροδεξιές τρομοκρατικές ομάδες σε όλες σχεδόν τις πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις από την Piazza Fontana (1969) μέχρι τη Μπολόνια (1980).[70]

2) Για τη γαλλική Action Directe (AD): Ορισμένα από τα μέλη της AD, συμπεριλαμβανομένου του Frederic Oriach, αρχηγού της αντι-σιωνιστικής «Ομάδας των Διεθνιστών», προηγουμένως είχαν πάρει μέρος στις αποκαλούμενες Brigades Internationales (BI), μια μαοϊκή οργάνωση «ομπρέλα» που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, χρησιμοποιούσε διάφορα ονόματα και ειδικευόταν «πολιτικές δολοφονίες διπλωματών που υπηρετούσαν στο Παρίσι».[71] Σε τέτοιου είδους δραστηριότητες αποδόθηκε «αρχικά» και η δολοφονία του τέως βασανιστή Βολιβιανού πρεσβευτή στο Παρίσι, στρατηγού General Joaquin Zentano Amaya, από τη λεγόμενη «Διεθνή ταξιαρχία – Τσε Γκεβάρα» στις 10-5-1976. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι η δολοφονία αυτή (α) συνδεόταν ευθέως με την άκρα δεξιά και, ειδικότερα, με έναν πράκτορα των Βολιβιανών μυστικών υπηρεσιών με το όνομα Saavedra και τρεις τρομοκράτες της Ομάδας Paladin του Otto Skorzeny,[72] και (β) εκτελέστηκε σε συνδυασμό με την εφαρμογή της τρίτης φάσης της διαβόητης αμερικανικής «Επιχείρησης Κόνδωρ» (Operation Condor), μια κοινή Επιχείρηση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και των μυστικών υπηρεσιών των δικτατορικών καθεστώτων της Νότιας Αμερικής (της Αργεντινής, της Βολιβίας, της Βραζιλίας, της Χιλής, της Παραγουάης και της Ουρουγουάης).[73]

Αλλες αξιοσημείωτες επισημάνσεις αφορούν το γεγονός ότι αρκετές αριστερίστικες ομάδες δεν εμπιστεύονταν την AD για μεγάλο χρονικό διάστημα, (α) επειδή η AD «ήταν απολύτως διαβρωμένη από την αστυνομία», και (β) επειδή αργότερα ανέπτυξε διασυνδέσεις με την GRAPO, μια ισπανική δήθεν «αριστερίστικη» ομάδα που καθοδηγούνταν από τέως αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών της φρανκικής περιόδου που επεδίωκαν να σαμποτάρουν τη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία μετά το θάνατο του Φράνκο.[74]

3) Για τη GRAPO: Η GRAPO καταγγέλθηκε πολλές φορές ότι ελεγχόταν από ακροδεξιούς προβοκάτορες. Είχε είχε διαβρωθεί και καθοδηγείτο από μια παράλληλη μυστική υπηρεσία γνωστή ως SCOE (Servicio de Coordinacion, Organizacion y Enlace – Ισπανική Υπηρεσία Πληροφοριών), η οποία ήταν άμεσος διάδοχος του «Τμήματος Τεχνικών Υπηρεσιών» της DGS και η οποία επανδρωνότανε κυρίως με φασίστες και άλλους ακροδεξιούς που ζούσαν εξόριστοι στην Ισπανία.[75]

Το συμπέρασμα από την παραπάνω προσέγγιση είναι προφανές: Στην Ευρώπη, κατά την κρίσιμη μεταπολεμική περίοδο, οι προσπάθειες των ακροδεξιών τρομοκρατών και των ακροδεξιών φατριών στον κρατικό μηχανισμό (που καθοδηγούσαν, εξόπλιζαν και κάλυπταν τους τρομοκράτες) αποσκοπούσαν αφενός στην (εν πολλοίς, επιτυχημένη) διάβρωση και χειραγώγηση των ακροαριστερών οργανώσεων από ακροδεξιούς προβοκάτορες και αφετέρου στην ενοχοποίηση της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς για τις δικές τους τρομοκρατικές δραστηριότητες. Στόχος αυτών των ενεργειών ήταν να δημιουργηθεί ένα κλίμα φόβου και χάους που θα αποσταθεροποιύσε την κοινωνία και θα καθιστούσε  ανεκτή ή αποδεκτή την κατάληψη της εξουσίας από ακροδεξιούς στρατιωτικούς, δηλαδή την υποκατάσταση του συνταγματικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος από το Κράτος Ασφάλειας.

Γράφει ο ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΓΡΙΒΑΣ

O Κλεάνθης Γρίβας (γεν. 1944) είναι ψυχίατρος-νευρολόγος, Διδάκτωρ ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, με σπουδές στην Κοινωνιολογία. Υπήρξε συνεργάτης πολλών περιοδικών και εφημερίδων, μεταξύ των οποίων και η Ελευθεροτυπία (για 15 χρόνια μέχρι τις 4-2-2002). Συντάκτης της Έκθεσης για τα Ναρκωτικά της Ειδικής Επιτροπής του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (1986) και συγγραφέας 17 βιβλίων με θέμα τη δημόσια υγιεινή, την ψυχιατρική, τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία και την ιστορία. 

Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-Wm

[1] Μια καλή εισαγωγή σ’ αυτό το θέμα αποτελεί το βιβλίο Paull Philip: International Terrorism: the Propaganda War(unpublished MA thesis, San Francisco State University, 1982). Πολύ καλό υλικό μπορεί να βρει κανείς στις εξής περιοδικές ερευνητικές επιθεωρήσεις: (1) Covert Action Information Bulletin και  (2) National Reporter, το πρώην Counterspy που προσφάτως ανέστειλε την έκδοσή του (ΗΠΑ). (3) Bulletin d’ Information sur Intervention Clandestine και (4) Intelligence-Parapolitics, που σήμερα κυκλοφορεί ως Intelligence Newsletter (Γαλλία). (5) The Public Eyes και (6) Celcius, το πρώην Article 31 (Βέλγιο). (7) Lobster, (8) Searchlight και (9) State Research Bulletin, που έπαυσε προσφάτως να εκδίδεται (Ηνωμένο Βασίλειο).
[2] Οι γαλλικές αρχές κατέγραψαν στους 10 πρώτους μήνες του 1980, 122 ακροδεξιές τρομοκρατικές ενέργειες. Ο εμπρησμός της συναγωγής της οδού Κοπέρνικου προηγήθηκε κατά μια εβδομάδα των νεο-φασιστικών βομβιστικών επιθέσεων σε πέντε εβραϊκά ιδρύματα.
[3] Το ίδρυμα Heritage ιδρύθηκε το 1974 με χρηματική κάλυψη από ακροδεξιούς «φιλάνθρωπους» (όπως οι Jοseph Coors και Richard Scaife). Είναι ένα από τα αμερικανικά ακροδεξιά think-tank και θεωρείται λιγότερο έγκυρο από το ίδρυμα Hoover (με το οποίο διασυνδέεται) ή το «Αμερικανικό επιχειρηματικό ίδρυμα» και λιγότερο «διανοουμενίστικο» από το Πανεπιστημιακό Κέντρο της Τζορτζτάουν.
[4] Ενας από τους γνωστότερους χρηματοδοτούμενους «ερευνητές» αυτής της κατηγορίας, είναι ο Christopher Harmon.
[5] Για την ιστορία των προβοκατόρικων ενεργειών της αστυνομίας, βλ. Thomas Bernard: Les Provocations Policieres: Quand la Politique devient un Roman (Paris, Fayard, 1972). Για τις εφαρμοζόμενες μεθόδους προβοκατόρικης δράσης των διωκτικών αρχών, βλ. Serge Victor: What Everyone Should Know about State Repression (London, New Park, 1979 – first edition 1926), σ.  4-21.
[6] Για τη συνεργασία μυστικών υπηρεσιών και οργανωμένου εγκλήματος, βλ. McCoy Alfred: The Politics of Heroin in Southeast Asia (New York, Harper, 1972). Ashman Charles: The CIA-Mafia Link (New York, Manor, 1975). Campbell Rodney: The Luciano Project: the Secret Wartime Collaboration of the Mafia and the US Navy (New York, McGraw-Hill, 1977). Marshall Jonathan: «Opium and the Politics of Gangsterism» (Bulletin of Concerned AsianScholars, July-September 1976). Servadio Gaia: Mafioso: a History of the Mafia from its Origins to the Present Day(New York, Stein and Day 1976), σ. 79-94. Henrik Kruger: The Great Heroin Coup – Drugs, Intelligence & International Fascism (South End Press, Boston, 1980). Allen Charles R.: Nazi War Criminals in America: The Basic Handbook (New York, Highgate House, 1985). Γρίβας Κλεάνθης: Πλανητική κυριαρχία και «ναρκωτικά»: Τα ναρκωτικά ως εργαλείο της αμερικανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής (Αθήνα, Λιβάνης, 1997), σ. 319-353.
[7] Loftus (1982). US Government Accounting Office Comptroller General (1985).
[8] Henrik Kruger: The Great Heroin Coup – Drugs, Intelligence & International Fascism (South End Press, Boston, 1980).
[9] Patrice Chairoff: Dossier B… Comme Barbouzes (Alain Moreau, Paris, 1975). Ελληνική μετάφραση: Φάκελος Μπ… όπως Μπαρμπούζ. Δίδυμοι, Αθήνα, 1975). Ο Chairoff, που το πραγματικό του όνομα είναι Ivan Dominique Catzi, ήταν νεοφασίστας και πράκτορας των δυτικών μυστικών υπηρεσιών και για πολλά χρόνια εργαζόταν εμφανιζόμενος ως «δημοσιογράφος» αριστερίστικων εφημερίδων.
[10] Luis M. Gonsalez-Mata: Cygne (Paris, Grasset, 1976). Ελληνική μετάφραση Οι Αληθινοί Αφέντες του Κόσμου(Λογοθέτης, Αθήνα, 1989). Ο Mata ήταν βετεράνος των Ισπανικών μυστικών υπηρεσιών του δικτατορικού καθεστώτος του Francisco Franco και υπάρχουν πολλές αμφιβολίες για την ειλικρίνεια της μεταγενέστερης πολιτικής στροφής του.
[11] Laurent Frederick: L‘ Orchestre Noir (Paris, Stock, 1978).
[12] Christie Stuart: Stefano Delle ChiaiePortrait of a Black Terrorist (London, Refract/Anarchy, 1984).
[13] Laurent (ο.π.), Chairoff (ο.π., σ. 253-254 και  464-465), Gonsalez-Mata (ο.π., σ.  153) και M. Roger & X. Lanteri, «L’ Intemationale Noire» (L’ Express, 21 Φεβρουαρίου 1977, σ. 34).
[14] Για την βιογραφία του Guerin-Serac, βλ, Laurent (ο.π., σ.  120-2) που στηρίζεται σε Αναφορές των πορτογαλικών μυστικών υπηρεσιών του 1974). Ο Chairoff υποστηρίζει ότι ο Guerin-Serac υπηρέτησε ως σύνδεσμος μεταξύ της SDECE και της CIA κατά την παραμονή του στην Korea. (Chairoff, ο.π., σ. 158)
[15] Laurent (ο.π., σ. 135-6). Ο ίδιος ο Guerin-Serac έγραψε ένα σύντομο «Εγχειρίδιο του Τέλειου Τρομοκράτη».
[16] Ορισμένοι απ’ αυτούς που εκπαιδεύτηκαν στα σεμινάρια του Aginter Press, αργότερα αναφέρθηκαν σε κείμενα του Ιταλού ναζι-φασίστα δημοσιογράφου Guido Giannettini, ο οποίος είχε αποκαταστήσει επαφές με την πορτογαλική «Legiao Portuguesa» από το 1962-3 (De Lutiis Giuseppe: Storia dei Servizi Segreti in Italia, Rome, Riuniti, 1971), σ. 168-9).
[17] Laurent (ο.π., σ. 148).
[18] Laurent (ο.π., σ. 148-151)
[19] Robert Leroy: Πρώην μέλος της Γαλλικής Δράσης / Action Francaise του Charles Maurras, του προπολεμικού τρομοκρατικού δικτύου Cagoule, της υπηρεσίας πληροφοριών του καθεστώτος του Βισύ, των Waffen SS και της δύναμης καταδρομέων του Otto Skorzeny που μετά τον πόλεμο δούλευε ως πράκτορας και της υπηρεσίας πληροφοροριών του ΝΑΤΟ και της δυτικο-γερμανικής BND.
[20] Laurent (ο.π., σ. 154-156)
[21] Larkin Bruce D.: China and Africa 1949-70: The Foreign Policy of the People’s Republic of China (Berkeley, University of California, 1971), σ. 44-5, 63-8.
[22] Μεταξύ άλλων, οργάνωσαν και τη δολοφονία του Eduardo Mondlane, ηγέτη του FRELIMO (Απελευθερωτικό Μέτωπο της Μοζαμβίκης).
[23] Chairoff (ο.π., σ. 148-149, 154).
[24] Βλ. Scott, Covert Action Information Bulletin (1986, σ. 5-7,11-14) και Loftus (1984,  σ. 11).
[25] Faenza Roberto & Marco Fini: Gli Americani in Italia (Milan, Feltrenelli, 1976). σ. 32-σημ. 5 και 318-30. Η εργασία τους βασίζεται κυρίως σε ντοκουμέντα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που αποχαρακτηρίστηκαν με βάση τον νόμο περί ελευθερίας των πληροφοριών (FOIA).
[26] Faenza & Fini (ο.π., σ. 169, 262-6) και Christie Stuart (ο.π., σ. 2-5).
[27] Faenza & Fini (ο.π., σ. 288-330). Ορισμένοι απ’ αυτούς αναφέρονται στην Ερευνα της Εξεταστικής Επιτροπής του αμερικανικού κογκρέσου υπό την προεδρία του ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Otis Pike, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο CIAThe Pike Report (Nottingham (UK), Spokesman, 1977), σ.  193-5. Βλ. επίσης τις συνεντεύξεις του Pike και διαφόρων πρώην επιχειρησιακών στελεχών της CIA στο Stajano & Fini (1977), σ.  164-88 και την αυτό-δικαιωτική -αλλά, παρόλα αυτά, αποκαλυπτική- εκδοχή του τέως διευθυντή της CIA, William Colby:Honourable MenMy Life in the CIA (New York, Simon and Schuster, 1978), σ.  108-40.
[28] Christie (ο.π., σ. 24-70, 76-41, 109-23), Laurent (ο.π., σ. 169-288), De Lutiis (ο.π., σ.  95-300), Gonzalez-Mata (ο.π., σ. 78-99).
[29] Del Boca Angelo & Mario Giovana:. Fascism Today: A World Survey (New York, Pantheon, 1969), σ. 158-9.
[30] H SIFAR αναδιοργανώθηκε και μετονομάστηκε σε SID μετά την αποκάλυψη του πραξικοπήματος που σχεδίαζε ο τέως διοικητής της στρατηγός General Giovanni. Βλ. Collin Richard: The De Lorenzo Gambit: the Italian Coup Manque of 1964 (Beverley Hills, Sage, 1976).
[31] Laurent (ο.π., σ. 201-8), Christie (ο.π., σ.  l39-40) Τα πρακτικά της συνεδρίασης κυκλοφόρησαν από τον ακροδεξιό σχολιαστή Eggardo Beltrametti (1965). Οπώς φαίνεται από τον τίτλο, αυτή η έκδοση ήταν πλήρως επηρεασμένη από τη Γαλλικές θεωρίες του «ανορθόδοξου πολέμου».
[32] General Amorosino Sandro:. «I Servizi di Securezza» (Politica del Diritto, August 1976). (1976) σ. 383.
[33] Για τις στενές σχέσεις μεταξύ της CIA και της ΚΥΠ και του Παπαδόπουλου, βλ. Athenian (Ρόδης Ρούφος):Inside the Colonels’ Greece (London, Chatto and Windus, 1972), σ. 73. Κάτρης Γιάννης: Eyewitness in Greece: the Colonels come to Power (St. Louis, New Critics, 1971), σ. 44-6. Laurent (ο.π., σ. 238-41), Meynaud, Jean: Rapport sur I’ Abolition de la Democratie en Grece (Montreal, Bibliographie Nationale du Quebec, 1970), σ. 249-51, κ.α.
[34] Meynaud (ο.π., σ. 240). Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν ήδη εμπειρίες «αντι-ανταρτοπόλεμου» ως αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και του αντάρτικου στην Κύπρο εναντίον της αγγλικής κατοχής.
[35] Laurent (ο.π., σ. 236-8). Stajano & Fini (ο.π., σ. 126). Ο Meynaud (σ. 221-31) δίνει λεπτομέρειες για την τρομοκρατία που εφαρμόστηκε από τους Συνταγματάρχες πριν και μετά την επιβολή του πραξικοπήματός τους. Για ορισμένες παράνομες τρομοκρατικές ή ανατρεπτικές δραστηριότητες κατά την περίοδο πριν από το στρατιωτικό πραξικοπήματος του 1967.  Βλ. επίσης Διακογιάννης (1968) που υπήρξε πρώην πράκτορας της ΚΥΠ, Καράγιωργας(1975) που αναφέρεται στον ΙΔΕΑ, την κυριότερη ακροδεξιά οργάνωση των Ελλήνων αξιωματικών και Λεντάκης(1975) που καλύπτει τις ακροδεξιές και παρακρατικές οργανώσεις στην Ελλάδα.
[36] Αργότερα, ο Delle Chiaie χρησιμοποιούσε «δημοσιογραφική» ταυτότητα του Aginter Press με το όνομα Roberto Martelli (βλ. Laurent, ο.π., σ. 211).
[37] Laurent (ο.π., σ. 173,176).
[38] Stajano & Fini (ο.π., σ. 50-1).
[39] Αυτό το ντοκουμέντο δημοσιεύτηκε από τον Laurent (σ.169-71) και αρκετοί ερευνητές θεωρούν ότι έχει γραφεί από τον ίδιο τον Della Chiaie.
[40] Lanteri Roger T.: «L’ Internationale Noire» (L‘ Express21 February 1977)..
[41] Stajano & Fini (ο.π., σ. 78)
[42] De Simone Cesare: La Pista NeraTattica dell’ Infiltrazione e Strategia delle Bombeil Complotto Fascista contro laRepubblica (Rome, Riumiti, 1972), σ. 9-28.
[43] Stajano & Fini (ο.π., σ. 121-128).
[44] De Lutiis (ο.π., σ. 97).
[45] Για τον Κωνσταντίνο Πλεύρη, βλ. De Simone (ο.π., σ. 18-19), Stajano & Fini (ο.π., σ. 126-8), Laurent (ο.π., σ.  175, 236).
[46] De Simone (ο.π., σ. 15,52-4), Stajano & Fini (οπ., σ. 126).
[47] Flamini (τ. 1, σ. 150)
[48] Για τις έκνομες δραστηριότητες του Merlino, βλ. Stajano & Fini (ο.π., σ. 47-63).
[49] Stajano & Fini (ο.π., σ. 45-72 και 79-80), De Simone (ο.π., σ. 56).
[50] Stajano & Fini (ο.π., σ. 80-81)
[51] De Simone (ο.π., σ. 55).
[52] De Simone (ο.π., σ. 42-45).
[53] Stajano & Fini (ο.π., σσ.  26-27).
[54] Flamini Gianni: I1 Partito del Golpe: La Strategie della Tensione e del Terrore dal Primo Centrosinistra Organico al Sequestro Moro (Ferra, Bovolenta, 1981-5,  Vol 1., τ. 2), σ. 120. Stajano & Fini (1971) σ. 25-6, (1977), σ. 5, Laurent σ. 7.
[55] Stajano & Fini (ο.π.)
[56] Laurent (ο.π., σ. 7),  Stajano & Fini (ο.π., σ. 5-34).
[57] Comitato di Controinformazione (1970) και Stajano & Fini (ο.π.).
[58] Stajano & Fini (ο.π.,) σ. 57-60. Η ομάδα «Circolo 22 Marzo» δεν πρέπει να συγχέεται με την προγενέστερη ομάδα «Circolo XXII Marzo» που συγκροτήθηκε εξ’ ολοκλήρου από προβοκάτορες νεοφασίστες.
[59] Σχετικά μ’ αυτή την υπόθεση, το γενικό της περίγραμμα δίνεται από τον Laurent ενώ αναλύεται διεξοδικά σε πολλές ιταλικές πηγές που αναφέρονται στη «βιβλίογραφία» του παρόντος
[60] Ενδιαφέρουσες επισκοπήσεις των γενικών προβλημάτων αυτών των δικών (σκοπιμότητας) έγιναν από τον Borraccetti και Nunziata (1985).
[61] Laurent (ο.π., σ. 208-209).
[62] Για μια γενική επισκόπηση της καριέρας των αποκαλούμενων «Μαύρων Βομβιστών», βλ. Christie σ. 71-128, Linklater σ. 203-14, 278-302 και George Black σ.  525, 538-41.
[63] Daily Telegraph 21/2/89.
[64] Harmon Christopher: «Left Meets Right in Terrorism: A Focus on Italy» (Strategic Review, Winter 1985), σ. 43. Για το ρόλο των Ευρωπαίων φασιστών στο ακροδεξιό πραξικόπημα στη Βολιβία στις 17-7-1980, βλ. τα 6 σχετικά άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Der Stern από τις 10-5-1984 μέχρι τις 14-6-1984.
[65] Harmon (ο.π., σ. 44-45).
[66] Harmon (ο.π., σ. 43-44).
[67] Βλ. ένα εξαιρετικό άρθρο του γερμανικού τύπου που αναδημοσιεύτηκε στο Intelligence/Parapolitics 67 (July 1985), σ. 18-20 και ένα άλλο στο Intelligence/Parapolitics 62 (February 1985), σ. 2.
[68] Σίγουρα υπάρχει ένα πλήθος καλόπιστων ακροαριστερών που συμμετείχαν σε προβοκατόρικες τρομοκρατικές ενέργειες. Σε σχέση μ’ αυτούς, η σοβαρότερη δυσκολία έγκειται στο να καθοριστεί σε ποιό ακριβώς σημείο τελειώνει η αριστερίστική ηλιθιότητα και σε ποιο ακριβώς σημείο αρχίζει η ακροδεξιά χειραγώγησή τους.
[69] Για την, τεράστιας σημασίας, οργάνωση της Μασονικής Στοάς P2, βλ. Berger Martin: Historia de la Logia Masonica P2 (Beunos Aires, EI Cid, 1983).
[70] De Lutiis Giuseppe (ed): La Strage: L’Atto d’Accusa dei Giudici di Bologna (Rome, Riuniti, 1986), σ. 185-223, 293-4, 303-80, κ.α.
[71] Για τις BI, βλ. Hamon Alain & Jean-Charles Marchand : Action Directe: Du Terrorisme Francaise a L’ Euroterrorisime (Paris, Seuil, 1986), σ. 28. Για την Ομάδα Oriach, στο ίδιο, σ. 101.
[72] Για την Ομάδα Paladin, βλ.: Chairoff (ο.π., σ. 58-9, 256), Gonzalez-Mata (ο.π., σ. 164-7). De Lutiis (1984) σ. 169-73.
[73] Kruger (ο.π., σ. 212-3).
[74] Για τις διασυνδέσεις μεταξύ AD και GRAPO, βλ.: Harmon & Marchand (ο.π., σ. 162).
[75] Gonsalvez-Mata (ο.π., σ. 266-74). Peter Dale Scott (1986, Lobster 12, σ. 19) που αναφ. σε άρθρα των εφημερίδων New York Times (15-1-1977), σ. 7, και  London Times (3-2-1977) σ. 16.

This entry was posted in International, Secret Operations, Terrorism and tagged , , , . Bookmark the permalink.

1 Responses to Ακροδεξιά τρομοκρατία στην Ευρώπη

  1. Ο/Η Const4ntinos λέει:

    Η τρομοκρατία στην Ελλάδα είναι μια λερναία ύδρα που εξυπηρετεί πολιτικούς σκοπούς. Σε κάθε χτύπημά της, που το πληρώνουν πάντοτε αθώοι, ανύποπτοι, και άνθρωποι που δεν μπορούν να αμυνθούν, εξυπηρετούνται αδίστακτοι πολιτικοί. Το εξοργιστικότερο απ’ όλα είναι ότι οι πολιτικοί αυτοί βγαίνουν το πρωί και κλαψουρίζουν και καταδικάζουν «με αποτροπιασμό». Τα οφέλη τα καρπούνται όμως. Εν τέλει, επειδή στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται, ας ψάξουμε να βρούμε ποιός είναι ο λύκος. Οι ρωμαίοι έλεγαν για τον δράστη ενός εγκλήματος «ψάξτε να βρείτε ποιός ωφελείται». Έ το ποιός ωφελείται κάθε φορά που χτυπάει η τρομοκρατία είναι ηλίου φαεινότερον…

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε