Μια ιστορία με τον Γιώργο Νταλάρα (να μείνει μεταξύ μας)

Ένα πατάρι δίσκους. Μικρά 45άρια με την τρύπα στο κέντρο και μεγάλοι με γρατσουνιές. Τι να σου λέω! Άλλη γενιά, φιλαράκο. Ωστόσο ούτε ένας του Νταλάρα. Όχι ότι τρέχει και τίποτα. Ο Νταλάρας υπήρχε στο 99% των συλλογών. Ήμουν μια εξαίρεση χωρίς σημασία. Σήμερα όμως θα τον υπερασπιστώ. Όχι! Πάει πολύ. Θα του εκφράσω τη συμπάθειά μου. Αυτό μάλιστα.

Αν του αναγνωρίζω κάτι απόλυτα είναι η επιλογή των τραγουδιών μιας μακρόσυρτης καριέρας. Πιο μακρόσυρτης δεν γίνεται, εδώ που τα λέμε. Και πιο σοφή επιλογή δημιουργών επίσης δεν γίνεται. Ογκόλιθους μελέτησε, ογκόλιθους τραγούδησε, ογκόλιθους στιχουργούς μας σύστησε. Το θεωρείτε μικρό πράγμα; Πλούτισε. Kαι γιατί όχι; Και μεταξύ μας και ποιος δεν πλούτισε! Τόσα τραγούδια, τόση επιτυχία αν δεν πλούτιζε αυτός. Ποιος θα πλούτιζε; Και εκείνο το δωρεάν συμμετοχή Νταλάρα πολλές φορές με σκανδάλισε. Κυρίως γιατί πήραν γραμμή τόσοι και τόσοι άλλοι. Που μας δούλεψαν κανονικά. Ξευτελίστηκε το –δωρεάν-. Η φιλανθρωπία των διάσημων σήκωσε τα χέρια με την κρίση. Παρέδωσε με μιας τα όπλα. Άρα ποτέ δεν υπήρξε. Τόσο απλό είναι. Πόσες φιλάνθρωπες κυρίες και πόσοι σύλλογοι των Louboutin γοβών τίναξαν πέταλα; Δεν βαριέσαι. Ήρθε η ώρα της ανώνυμης φιλανθρωπίας. Το ανθρώπινο νοιάξιμο. Πόσοι και πόσοι βοηθάνε ο ένας τον άλλον πια! Μια χαρά προχώρησε η σκυταλοδρομία στην κοινωνία. Δεν μας κλαίω. Μας καμαρώνω.

Χθες είδα τα γιουχαίσματα, τους προπηλακισμούς, τα γιαούρτια σε συναυλία του Νταλάρα. Με είχαν κάψει τα κρεμμύδια από μερικές μέρες πριν. Τι τη θες τη συναυλία στο Ίλιον τέτοιες μέρες. Που η αδικία και η ανασφάλεια πνίγει. Που η οργή τσιτσιρίζει. Που το άγνωστο σφυρίζει σαν ενοχλητικός βόμβος σε ψυχή και αφτιά. Που οι σχέσεις τεταμμένες και οι άνθρωποι ζητάνε εναγώνια σχεδόν με τη γλώσσα αφρισμένη έξω, θύματα να ξεσπάσουν. Τι τα θες; Ποιόν να πείσεις ότι συναισθάνεσαι σήμερα, που ο καθένας σεργιανάει μόνος με τον σταυρό στους ώμους του κι ανηφορίζει το Γολγοθά του; Μοναχικές ώρες. Δεν σηκώνουνε παρέες αγνώστων φιλαράκο. Και έτσι όπως μας σκέπασε η καχυποψία για όλους και για όλα και συ ξαφνικά άγνωστος λογαριάζεσαι. Μη σε μπερδεύουν τα χρόνια παλαμάκια. Μη σε κολακεύουν οι «αιώνες» στην τοπική μας σκηνή. Ήταν και η ένταξη της γυναίκας σου στο κόμμα που μπέρδεψε χειρότερα τα πράγματα. Καχύποπτοι οι χρόνοι. Άντε να πείσεις για αγνές πατριωτικές προθέσεις με βόλτες στα έδρανα της εξουσίας.

Μια ανάγκη να προσφέρει στον τόπο και στο κοινωνικό σύνολο. Πας καλά; Φαντάζεσαι πώς θα πέρναγε αθώα ως πράξη; Με αλτρουιστικά κίνητρα. Πας καλά; Τώρα που είπα γυναίκα. Θα σου αποκαλύψω μια ιστορία που κρυφοκοίταξα. Μισή ντροπή δική μου. Αγνή Μπάλτσα στο Μέγαρο μουσικής να τραγουδάει «Τραγούδια της πατρίδας». Τέλος. Υπόκλιση. Ουρά στο καμαρίνι. Μιλάμε για ουρά! Να της σφίξουν το χέρι. Να υποκλιθούν στο ταλέντο, στο τσαγανό, στα όχι της. Τι να σου λέω! Άλλα μεγέθη… Πάμε παρακάτω. Ουρά λοιπόν. Χάζευα πίσω, μπροστά, γύρω, εν αναμονή. Σε είδα με τη γυναίκα σου. Σαν παιδάκι μαζεμένο, ντροπαλό, μου φάνηκες. Με όλη την αίσθηση του απέραντου μεγαλείου της Αγνής που περίμενες να συγχαρείς. Κοντοστάθηκες στην ουρά αμήχανα. Πήγες να σταθείς στη σειρά σου. Σ΄έπιασε η γυναίκα σου από το χέρι. Σε τράβηξε με τον τρόπο που τραβάνε οι μαμάδες. Σου προσπέρασε τη σειρά. Σ’ έφερε μπροστά. Σε θυμάμαι κατακόκκινο. Διάβασα κάθε σκέψη και δισταγμό σου. Μην κολλάς! Και η δική μου μάνα με τράβαγε να προσπεράσω σειρές και εγώ δίσταζα και ντρεπόμουν και δυσανασχετούσα και και και…

Σε διάβασα γιατί το έχω περάσει. Έτσι κάνουν μερικές μαμάδες, ενίοτε και οι γυναίκες που εξελίσσονται σε μαμάδες, με τα χρόνια. Έδωσες το χέρι σου στη μεγάλη ξενιτεμένη μας, μούσα του Φον Κάραγιαν. Μίλησες σεμνά. Η Άννα Νταλάρα μίλησε φωναχτά, θεατρικά, θα έλεγα θριαμβευτικά! Φύγατε. Σας συνάντησα μετά έξω. Ξανά κατασκόπευσα. Sorry! Εσύ αμίλητος. Η Άννα μιλούσε σε ένα πηγαδάκι. «Πώς σας φάνηκε η Μπάλτσα;» ρώτησε ένας άλλος διάσημος. «Η Αγνή δεν έχει οριζιναλιτέ!» αποφάνθηκε η Άννα Νταλάρα. Μωρέ μπράβο, σκέφτηκα! Μετά από τόσο θριαμβευτική χαιρετούρα! Ο Νταλάρας αμίλητος. Θυμάμαι κατέβασε το κεφάλι και έπαιξε αμήχανα τα χέρια του. Η σκηνή καταγράφηκε στην μνήμη.

Χθες που είδα το γεγονότα στο Ίλιον την ξέθαψε το μυαλό. Τον χάρηκα! Του έβγαλα το καπέλο! Να στέκεται και να συνεχίζει να τραγουδάει ενώ οι φωνές, οι προπηλακισμοί, τα γιαούρτια πετιόνταν πάνω του. Σε ανάλογα περιστατικά πολιτικοί θα έκοβαν πέρα και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε αποχωρήσει από την παρέλαση. Κιότεψαν τόσοι και τόσοι μπροστά στη ψυχολογία του όχλου! Μέχρι και ο Παπουτσής Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, υποψήφιος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ (από τίτλους πάει καλά) αναστατώθηκε γιατί μια ομάδα ανθρώπων πέρασε κάτω από το μπαλκόνι του και τον γιουχάισε. Ένιωσε ότι η οικογένειά του λέει, απειλείται! (Κακόμοιρες ανυποψίαστες Αντουανέτες! Τι προσγείωση σας περιμένει!). Ο Νταλάρας εκεί, ακούνητος στο πόστο του, στη σκηνή. Συνέχισε κανονικά το τραγούδι. Πού βρήκε άραγε τη δύναμη; Αναρωτήθηκα. Κατέληξα κάπου. Νομίζω δηλαδή. Η κιθάρα πρέπει να είναι  η λύση στον γρίφο. Η κιθάρα πρέπει να του έδινε δύναμη. Όσο είχε αυτή στα χέρια του, αντρώνονταν. Μόνος αυτός και η κιθάρα του. Η Άννα κάπου. Πού;

Σίγουρα ανήσυχη, σίγουρα θυμωμένη που τον παρενοχλούσαν. Τα κουτσαβάκια της δεκάρας. Μακάρι κάποιος, να της έλεγε στο αφτί αργότερα, μια φράση που είχε πει κι αυτή κάποτε «Ο Νταλάρας χρυσό μου, εδώ και χρόνια, δεν έχει oριζιναλιτέ!». Κι αν συγκινήθηκα με τη σκηνή είναι γιατί προχθές, μέσα στην αντιξοότητα της ακραίας στιγμής, έμοιασε να την ξαναβρήκε. Ένας μάγκας που καθάρισε μόνος του. Μακάρι και όλοι εμείς. Γιατί μεταξύ μας Άννα, η χώρα μας, πολλώ μάλλον οι κάτοικοί της, εδώ και χρόνια δεν έχει χρυσό μου, oριζιναλιτέ!

της Ρέας Βιτάλη

Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-Zy

This entry was posted in Art, Portraits and tagged , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε