Από τις ιστορίες που διηγείται ο πατέρας μου ένιωθα πάντα πως είχαν τη μεγαλύτερη βαρύτητα, είτε επειδή εκείνος πίστευε πως είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στη συγκρότησή του, είτε επειδή ασκούσαν σε μένα μια παράδοξη πολεμική αίγλη, ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία, εκείνες που σχετίζονταν με την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά. Σπαράγματα βίας που, όπως είναι αποκαθαρμένα από τη μνήμη ή την απόσταση της διήγησης, θα μπορούσε να τα παρεξηγήσει κανείς για ανώδυνα. Πώς, ενώ έπαιζε ποδόσφαιρο στον Λυκαβηττό, είδε από μακριά το βομβαρδισμό του Πειραιά. Πώς μια μέρα κατασκόπευε ένα ζευγάρι να φιλιέται και κάποιος άγνωστος, είτε Χίτης είτε της ΟΠΛΑ, πλησίασε το ζευγάρι, ρώτησε την ώρα και, μέχρι να κοιτάξει ο άντρας το ρολόι του, ο άγνωστος έβγαλε το περίστροφο και τον πυροβόλησε μπροστά στα μάτια της φίλης του. Ή στα Δεκεμβριανά, κι ενώ ο λιμός απειλεί την πόλη, ο πατέρας μου με τον μεγαλύτερο αδελφό του ξεκινούν από το τέρμα Ιπποκράτους να κατέβουν στο Μεταξουργείο στον θείο τους, που έχει αποθηκευμένες προμήθειες. Στο ύψος της Αραχώβης, ένας ελεύθερος σκοπευτής, Άγγλος μάλλον, πυροβολεί όποιον επιχειρεί να διασχίσει το δρόμο. Στη γωνία βρίσκουν καθηλωμένο ένα ακόμη παιδί και ο θείος μου, πιο έμπειρος, τους λέει πως, όταν ακούσουν τον μεταλλικό ήχο του άδειου γεμιστήρα, θα πρέπει να πεταχτούν απέναντι, μέχρις ο Άγγλος να προλάβει να ξαναγεμίσει το όπλο. Όταν φτάνει εκείνη η ώρα, τα δυο αδέλφια ξεχύνονται στο δρόμο, το τρίτο παιδί όμως διστάζει κι, όταν πια το παίρνει απόφαση, ο πατέρας μου, διηγείται, ακούει πίσω από την πλάτη του έναν πυροβολισμό, γυρνά και βλέπει το παιδί να πέφτει νεκρό. Από τις ιστορίες του, αυτή μου φαινόταν πάντα η πιο συγκλονιστική, ίσως γιατί εκείνος την έχει επενδύσει ως τέτοια, ίσως γιατί διέθετε αφηγηματική κορύφωση και ένα άγριο, βιωμένο, τέλος, ίσως γιατί υπονοεί μια πόλη μέσα στην πόλη, μια πόλη αποσιωπημένη, κι εγώ που έχω περάσει εκατοντάδες φορές από εκείνο το σημείο, δουλεύοντας, αργόσχολος, μόνος μου ή με συντροφιά, δεν μπορώ πουθενά να διακρίνω τα ίχνη της.
Τον Νοέμβριο του 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πλέθρον το βιβλίο του Θανάση Τζαβάρα Οδός Ιπποκράτους. Ο συγγραφέας, ψυχαναλυτής ιατρός, παραθέτει αριθμημένες αναμνήσεις από τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του στην περιοχή, από το 1939 έως το 1945, σε χρονολογική διάταξη, χωρίς όμως άλλον αφηγηματικό ειρμό ή λογοτεχνική αναπλήρωση, με το ενδοσκοπικό φλέγμα και την υπαινικτική ερμηνευτική που χαρακτηρίζουν το επάγγελμά του. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναπαράγει μία από αυτές τις αριθμημένες αναμνήσεις: «Στην Ιπποκράτους […] είναι στημένο πολυβόλο, όπου κάποιος σε συνεχή ριπή, εμποδίζει τις μετακινήσεις από τη μια περιοχή στην άλλη […] [Ο Περικλής] διαπιστώνει ότι το πολυβόλο είναι με γεμιστήρα κι ότι για να υπάρχει συνεχόμενη ροή κάθε τόσο ο πολυβολητής σταμάταγε για να αλλάξει γεμιστήρα. Έτσι, με αυτήν τη διαπίστωση του τακτικά επαναλαμβανόμενου χρόνου της αλλαγής του γεμιστήρα, περνάμε απέναντι και σωνόμαστε». Η ιστορία του πατέρα μου σε παραλλαγμένη αναπαραγωγή, σε διασκευασμένο αναδιπλασιασμό, χωρίς το νεκρό ανώνυμο παιδί.
Μόνο που η εγγραφή της σε μένα είναι πιο περίπλοκη. Με τον ΘανάσηΤζαβάρα έχω κάνει την ανάλυσή μου. Είναι κι εκείνος εκ μεταβιβάσεως μια πατρική μορφή. Η πρώτη μου αντίδραση, όταν πιάνω το βιβλίο στα χέρια μου, στο βιβλιοπωλείο ακόμη, είναι να νιώσω ναρκισσιστική απώθηση και έλξη. Στη διαδικασία της αντιμεταβίβασης, λέω, ο Τζαβάρας μου έκλεψε την ιστορία, την οποία του είχα αφηγηθεί στην ανάλυση, πρόκειται για μια υφαρπαγή με απώτερο στόχο τόσο την υποκατάσταση του πραγματικού πρωταγωνιστή όσο και της αθέμιτης προβολής του αναλυτή διά της λογοκλοπής. Και, ταυτόχρονα κι αντιδιαμετρικά, οικειοποιήθηκε την ιστορία, επειδή τάχα το άξιζα και μάλιστα με επιβράβευσε, ξεχωρίζοντάς τη και τοποθετώντας τη στο οπισθόφυλλο.
Όμως δεν είμαι νευρωτικός –ελπίζω– και μπορώ να καταλάβω πως η αναπαράσταση είτε της δολιότητας είτε της επιβράβευσης είναι απόνερα της δικής μου μεταβίβασης και, όσο χρήσιμες κι αν είναι αυτές οι συμβολοποιήσεις και η αστυνομικού τύπου αναζήτηση της λογοκλοπής, υπάρχει πάντα η αναμέτρηση με την πραγματικότητα. Τα παιδιά που μεγάλωσαν εκείνη την περίοδο σ’ εκείνη την περιοχή έχουν αναπόφευκτα μοιραστεί κοινές εμπειρίες, η βία και η ιστορία έχουν αποτυπωθεί με παραπλήσιους τρόπους τόσο στην πολιτική τους συνείδηση όσο και στο ψυχικό τους εργαλείο.
Με έναν τρόπο, η γενιά αυτή, που τότε ήταν παιδιά και τώρα φθίνει, ζει την εποχή αυτή τη δική μας, που ένας κόσμος φθίνει, σαν μια διάψευση, σαν το τέλος ενός δρόμου που μπορεί να κρύβει τις ίδιες περιπέτειες και την ίδια βία που γνώρισαν στην αρχή του. Εξίσου όμως η γενιά αυτή που φθίνει έχει τη νηφαλιότητα να γνωρίζει τη βία στις χειρότερες εκδοχές της. Το σύνδρομο του Οιδίποδα είναι, λέμε, ένα σύνδρομο που αφορούσε τον ίδιο τον Οιδίποδα, είναι ο Οιδίποδας μια γενική υποκειμενική που δηλώνει τα πάθη, τους φόνους, τα εγκλήματα του ίδιου του τραγικού ήρωα. Από μια άποψη, η ιστορία του πατέρα μου και στην αναδιπλασιασμένη της μορφή είναι μια αντιστροφή της γραμματικής αυτής σχέσης: το σύνδρομο του Οιδίποδα, στη γενική του αντικειμενική, δηλώνει μια διαρκή επανάληψη, ένα αναπόφευκτο χάσμα.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη στήλη “Μεσαιωνικά”, στο τεύχος #4 του UNFOLLOW. Το τεύχος #5 θα κυκλοφορήσει στις 20/4 σε όλη την Ελλάδα.
__________________________________________________________
Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-1az