Πολιτική και Δικαιοσύνη

Στην Πολιτική έχει σημασία τι είναι και πώς φαίνεται η γυναίκα του Καίσαρα. Η Δικαιοσύνη αποκαλύπτει την κατάσταση του ίδιου του Καίσαρα, δηλαδή της Δημοκρατίας.

Αφορμή γι’ αυτή τη μάλλον ντεμοντέ ρήση, σε μια εποχή που ασχολούμαστε τόσο με την Πολιτική, ώστε ξεχάσαμε τη Δικαιοσύνη, μου έδωσε η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τη μεταρρύθμιση της υγείας από τον πρόεδρο Ομπάμα. Η απόφαση βρήκε θέση στα πρωτοσέλιδα όλου του κόσμου, λόγω της «πολιτικής» σημασίας της, δηλαδή της οριακής επικύρωσης της μεταρρύθμισης, και των προφανών πρακτικών συνεπειών της: συνιστά ένα τεράστιο βήμα για τα 30 εκατομμύρια των σημερινών Αμερικανών ανασφάλιστων αλλά και μια τεράστια «νίκη» για τον ίδιο τον Πρόεδρο, ιδίως ενόψει της διεκδίκησης επανεκλογής του.  Δίνει, επιπλέον, και μια πολύ εναργή εικόνα των προβλημάτων αλλά και της φιλοσοφίας του Αμερικανικού Κράτους Δικαίου.

Τα νομικά είναι μια επιστήμη που βασίζεται κατεξοχήν στη λογική –δεύτερη και τελευταία ρήση. Σε τι είδους λογική βάση θα μπορούσε άραγε να στηριχθεί η αμφισβήτηση της δυνατότητας ενός Κράτους να καθιστά υποχρεωτική την υγειονομική κάλυψη των πολιτών του; Προσοχή: η αμφισβήτηση του «νόμου Ομπάμα» δεν αφορούσε τη σκοπιμότητα της «οικουμενικής κάλυψης» -αυτό ήταν θέμα πολιτικών σταθμίσεων- αλλά τη δυνατότητα του νομοθέτη να μπορεί να λάβει μια τέτοιου είδους απόφαση. Επιπλέον: το Κράτος θεσμοθέτησε τον κανόνα –«οφείλεις να έχεις κάλυψη»-, δεν κάλυψε το ίδιο, ούτε έθεσε τους όρους επιλογής του φορέα της κάλυψης. Στην Ευρώπη, όχι μόνο η δυνατότητα αυτή μοιάζει αυτονόητη, αλλά και είναι εγγεγραμμένη στο μάρμαρο των περισσότερων συνταγματικών κειμένων, με την Υγεία να αποτελεί, εκ φύσεως και εξ ορισμού, δημόσιο –δηλαδή κρατικού ενδιαφέροντος- αγαθό. Στις ΗΠΑ, όμως, και ιδίως στις μετά το πάρτι του τσαγιού ΗΠΑ, οτιδήποτε «υποχρεωτικό», σε οποιοδήποτε αγαθό και αν αναφέρεται και όσα περιθώρια ελεύθερης επιλογής και αν αφήνει, είναι ύποπτο για παραβίαση του ιερού κανόνα της «προσωπικής ελευθερίας». Κατά τους αντίμαχους –πολιτικούς και νομικούς- της μεταρρύθμισης, το Κράτος δεν μπορεί να υποχρεώσει τον πολίτη να «αγοράσει Υγεία» -κάτι που σημαίνει ότι η έτσι νοούμενη «ελευθερία» τίθεται υπεράνω της ανθρώπινης ζωής. Και μια τέτοια σκέψη όχι μόνο δεν ακούγεται εξωφρενική, όχι μόνο απορρίφθηκε τελικά με το μικρότερο δυνατό αριθμό ψήφων (5-4), αλλά έπρεπε να βρεθεί μια νομική κατασκευή, εξίσου αμερικανικής λογικής, για να μην περάσει: το Κράτος μπορεί τελικά να επιβάλει αυτή τη γενική υποχρέωση μόνο και μόνο γιατί ο νόμος προέβλεψε την επιβολή προστίμου για ενδεχόμενη μη τήρηση της, το δε πρόστιμο αυτό ισοδυναμεί με φόρο, που δεν αμφισβητείται ότι μπορεί να επιβληθεί από το Κράτος. Η φορολογία είναι «καθαρότερη» δημόσια πολιτική από την υγεία –να το απαύγασμα της νομικής απόφανσης και της αμερικανικής Δημοκρατίας.

Όχι όμως μόνο αυτό. Σε ένα Ανώτατο Δικαστήριο του οποίου όλα τα μέλη ορίζονται από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ και χωρίζονται αταβιστικά, ιδίως όσον αφορά τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα, σε «συντηρητικούς» και «φιλελεύθερους», η νομική επιχειρηματολογία συχνά υποτάσσεται ή δίνει την εντύπωση ότι υποτάσσεται στην πολιτική κοσμοθεωρία ή την κοινωνική πίεση. Δεν είναι τυχαίο ότι, μετά την απόφαση Μπους κατά Γκορ το 2000, με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο, που λειτουργεί και σαν «Εκλογοδικείο», παρέδωσε την Προεδρία στον υποψήφιο που μάλλον δεν είχε κερδίσει στη Φλόριντα και σίγουρα δεν είχε κερδίσει στη χώρα, το 80% των Αμερικανών πολιτών δεν πιστεύει στην ανεξαρτησία του Δικαστηρίου, ενώ το 80% των «μεγάλων» υποθέσεων κρίνονται με 5-4. Η κρίσιμη διαφορά αυτή τη φορά ήταν ότι η ψήφος που έκανε να γείρει η ζυγαριά δεν ήταν του συνήθους υπόπτου «κεντρώου» δικαστή Κένεντι, αλλά του ίδιου του Προέδρου του Δικαστηρίου, του συντηρητικότατου και διορισμένου από το Μπους, Τζον Ρόμπερτς. Η εξήγηση είναι απλή και είναι, πάλι, περισσότερο πολιτική, με πιο ευρεία αυτή τη φορά έννοια, παρά επιστημονική: ο Πρόεδρος ζύγισε τις συνέπειες ενδεχόμενης απόρριψης του νόμου και αποφάσισε ότι καλύτερα να δώσει μια νίκη στους Δημοκρατικούς και τον Πρόεδρο παρά να χάσει τον πόλεμο της αξιοπιστίας ένας ολόκληρος θεσμός. Φροντίζοντας παράλληλα, με την κατασκευή περί «φόρου», να κρεμάσει στο λαιμό του Ομπάμα την ταμπέλα του «ανθρώπου που αύξησε τους φόρους», κάτι που συνιστά ένα αμερικανικό έγκλημα καθοσίωσης. Κι έτσι η μάχη, με τους ίδιους πάντα όρους, θα συνεχιστεί προσεχώς –στις κάλπες και στα δικαστήρια.

του Κώστα Μποτόπουλου

*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος, Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

__________________________________________________________

Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-1BL

This entry was posted in Justice, Politics and tagged , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s