Όλοι, λίγο ως πολύ, καθημερινά είμαστε διαπραγματευτές. Δυνατοί ή αδύναμοι, καλοί ή κακοί, όλοι μας στην δουλειά ή στην οικογένεια, εκτιμούμε καταστάσεις προβλέπουμε αποτελέσματα, κάνουμε την δική μας εκτίμηση «κόστους-οφέλους» με σκοπό να επιτύχουμε το δικό μας βέλτιστο επιθυμητό αποτέλεσμα μέσα από τον διάλογο με τους άλλους.
Η διαπραγμάτευση όμως, σε εθνικό επίπεδο, είναι μια διαδικασία συνομιλιών μεταξύ επίσημα ορισμένων από το κράτος αντιπροσώπων που έχουν ως σκοπό την επίτευξη συμφωνίας όλων των μερών σε ένα θέμα που προέκυψε στις σχέσεις τους. Μια διαδικασία με ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, κυρίως όταν το διακύβευμα είναι υψηλό για τα αντικρουόμενα μέρη φτάνοντας να απειλεί τις βασικές τους αρχές λειτουργίας ή ακόμα και την ίδια τους την επιβίωση ως κράτη (βλ. Εθνική κυριαρχία) ή ως θεσμούς (βλ. Ευρωζώνη και κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα).
Πέραν του ρόλου της διαπραγμάτευσης σαν λειτουργία, εξ’ ίσου σημαντικό (αν όχι σημαντικότερο αρκετές φορές) είναι να γίνει κατανοητό από όλα τα αντικρουόμενα μέρη η ανάγκη της χρήσης της ως μέσο επίλυσης της διαφοράς – ένα θέμα αρκετά λεπτό, πολύπλοκο αλλά και χρονοβόρο.
Η δυσκολία προκύπτει γιατί, αρχικά, όλα τα μέρη θα πρέπει να συμφωνήσουν «εξ’ ίσου» ότι υπάρχει ανάγκη διαπραγμάτευσης. Και αυτό δεν έχει να κάνει, ούτε με την “διαπραγματευτική διάθεση” όπως αυτή της κας Lagarde, ούτε με την πρόθεση εισαγωγής της επαναδιαπραγμάτευσης στην προεκλογική ατζέντα μιας κυβέρνησης. Για να συμφωνήσουν τα κράτη στην ανάγκη διαπραγμάτευσης θα πρέπει να επέλθει αδιέξοδο. (Στα αγγλικά, “stalemate”)
Το αδιέξοδο, συμβαίνει σε όλα τα είδη διενέξεων -πολιτικές, οικονομικές και άλλες – και είναι εκείνο το σημείο, όπου όλα τα μέρη αναγκάζονται να αποδεχθούν ότι το καθένα τους έχει τις ίδιες δυνατότητες να ασκήσει veto στις επιδιώξεις των άλλων.
Οι σχέσεις Ελλάδας-Ευρώπης βρέθηκαν το 2010 σε ένα τέτοιο αδιέξοδο με τα στοιχεία έλλειψης ρευστότητας της πρώτης και την αδυναμία αντιμετώπισης του φαινομένου της δεύτερης λόγω μη ύπαρξης των ανάλογων μηχανισμών.
Αποτέλεσμα ήταν, οι βεβιασμένες διαπραγματεύσεις να δημιουργήσουν ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα το οποίο δεν έλυνε το πρόβλημα αλλά – κατά κοινή ομολογία – το μεγάλωνε σε μέγεθος και βάθος χρόνου. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τις χρόνιες εγχώριες κωλυσιεργίες αλλά και σκοπιμότητες που επιδείνωσαν την κατάσταση. Εδώ όμως εξετάζεται η διαπραγματευτική ικανότητα από πλευράς διεθνών σχέσεων.
Εκ των υστέρων δε, η όποια υπόνοια επαναδιαπραγμάτευσης ήταν λογικό να συναντήσει την άρνηση των πιστωτών αφού, βραχυπρόθεσμα, η κατάσταση δεν δείχνει να οδηγεί σε οποιοδήποτε αδιέξοδο στις επαναπροσδιορισμένες σχέσεις των μερών.
Η Ευρώπη καλύπτει επιλεκτικά, με προτεραιότητα τις υποχρεώσεις της Ελλάδας προς τους εξωτερικούς πιστωτές της και σε δεύτερο χρόνο τις εγχώριες υποχρεώσεις της σε μισθούς και συντάξεις (τηρουμένων βεβαίως των δεσμεύσεων της).
Με αυτόν τον τρόπο το γεγονός που οδήγησε στο αδιέξοδο την Ευρώπη (δηλ. η εν δυνάμει Ελληνική χρεοκοπία) αποφεύγεται και μένει μόνο, στην Ελλάδα να λύσει το αδιέξοδο της ύφεσης και του χρέους.
Έχοντας λοιπόν πλέον σαν δεδομένο, το γεγονός ότι δεν υφίσταται αδιέξοδο στις σχέσεις Ελλάδας – Ευρώπης (τουλάχιστον από Ευρωπαϊκής πλευράς), είναι δυνατόν να γίνει διαπραγμάτευση;
Η προοπτική διαπραγμάτευσης είναι ορατή μόνο στην περίπτωση που για μια ακόμα φορά όπως το 2010, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα συνειδητοποιήσουν την ύπαρξη ενός αδιεξόδου, κάτι που είναι λίγο ως πολύ, αναμενόμενο από όλους τους εγχώριους αλλά και ξένους αναλυτές με μόνη τους διαφορά στον χρονικό προσδιορισμό του αδιεξόδου.
Όσο δεν υφίσταται αδιέξοδο είναι βέβαιο ότι ουσιαστική διαπραγμάτευση δεν πρόκειται να συμβεί.
του Ρένου Νάζου
__________________________________________________________
Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-1EB