Όταν τον Μάιο του 2000 ένα πολιτικό θέμα, όπως αυτός της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες ήρθε να δυναμιτίσει το πολιτικό σκηνικό για πρώτη φορά μετά από χρόνια οι πολίτες διχάστηκαν. Σε αυτούς που ήταν «υπέρ» και σε αυτούς που ήταν «κατά».
Ήταν η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση προχωρούσε στην υιοθέτηση ενός μέτρου, που όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων είχε μοναδικό σκοπό να συμβάλει σ’ έναν εξευρωπαϊσμό της χώρας. Οι πολίτες της να έχουν στα χέρια τους ένα έγγραφο σε δύο γλώσσες που θα χρησιμοποιούν ακόμη και για τα ταξίδια τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Της αντίδρασης ενάντια στην προσπάθεια του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και ελάχιστων υπουργών της κυβέρνησης του – ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού – να υπερψηφιστεί η νέα μορφή των αστυνομικών ταυτοτήτων επικεφαλής ήταν ο τότε αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκείνη την εποχή, ο πρόεδρος της ΝΔ Κώστα Καραμανλής, ακολούθησε τις επιταγές της Εκκλησίας, υπογράφοντας υπέρ της διενέργειας δημοψηφίσματος, για ένα θέμα που ανήκε στη σφαίρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όσο για τον Ευάγγελο Βενιζέλο εκείνη την εποχή, καθώς ήταν εκτός κυβέρνησης, αναζητούσε έναν ρόλο και προσπάθησε να τον βρει εμφανιζόμενος ως αυτόκλητος διαμεσολαβητής μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας. Για ένα θέμα που αφορούσε τα ανθρώπινα δικαιώματα, επαναλαμβάνω.
Το πως πέρασε η μη αναγραφή του θρησκεύματος, ποιοι βγήκαν στους δρόμους, ποιοι τους οργάνωσαν και με ποιο τρόπο, δεν χρειάζεται να τα αναφέρουμε δέκα και πλέον χρόνια μετά. Το μόνο που είναι αναγκαίο να σημειώσουμε είναι ότι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, ακροδεξιοί και κατ’ επάγγελμα αντιδραστικοί βρήκαν ένα στόχο. Έσπειραν μετά από χρόνια και πάλι τη σπορά του μίσους και της αντίδρασης. Και το έκαναν επικαλούμενοι την αγάπη και το σεβασμό που υποτίθεται εκπορεύεται από τα πρόσωπα που ηγούνται ενός θεσμού όπως είναι η Εκκλησία. Ενώ την πολιτική εκπροσώπησαν επάξια ο Κώστας Καραμανλής και ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Και φυσικά όσοι σιώπησαν, αρνούμενοι να λάβουν θέση.
Η διοικούσα Εκκλησία έβαλε στο στόχαστρο τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι διοικούντες της πολιτικής συνέδραμαν με τον τρόπο τους.
Γιατί περιγράφω όσα έγιναν πριν δέκα και πλέον χρόνια; Μα γιατί όσα ζούμε σήμερα είναι η σπορά εκείνης της περιόδου. Η σιωπή των εκπροσώπων της πολιτικής τότε και η ενθάρρυνση των φασιστών, άφησε ανοικτή την κερκόπορτα σε κάποιους για να μπουν ανενόχλητοι διεκδικώντας με τον πλέον επίσημο τρόπο την αποενοχοποίηση των ιδεολογημάτων, των πρακτικών τους στη συνέχεια των πράξεών τους.
Οπότε δεν ήταν ρατσιστές όσοι βγήκαν στους δρόμους καθοδηγούμενοι από την ηγεσία της Εκκλησίας. Ούτε αντιδραστικοί και καιροσκόποι. Ήταν απλά ιδεολόγοι. Και απελευθερώθηκαν.
Γι’ αυτό η ηγεσία της Εκκλησίας πήρε φόρα και τον Ιούλιο του 2005, επανήλθε. Αλλά πόσοι το θυμούνται; Ήταν τότε που ο αρχιεπίσκοπος μοίρασε την περίφημη «μελέτη» ενός συνεργάτη που περιέγραφε ως «μεταπράτες» του «νεοποχίτικου κλίματος τους Κώστα Σημίτη και Γιώργο Παπανδρέου. Που όπως ανέφερε επί λέξει το κείμενο «μετά περί σου προάγουν το νέο ‘‘προϊόν’’, που ακούει στο όνομα της ‘‘αποορθοδοξοποίησης’’. Τα συστατικά στοιχεία αυτού είναι: αποκαθήλωση των εικόνων σε δημόσιους χώρους, κατάργηση της προσευχής και των θρησκευτικών στα σχολεία, κατάργηση του θρησκευτικού όρκου των δημοσίων ανδρών, διαχωρισμός Εκκλησίας – κράτους, απαξίωση θρησκευτικών και εκκλησιαστικών θεσμών και συμβόλων».
Και τότε όμως εκτός από τους βαλλόμενους, δεν απάντησε κανένας. Σιώπησαν και πάλι. Αφήνοντας το θηρίο να τραφεί και να μεγαλώσει.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με όσα συνέβησαν αυτές τις ημέρες έξω από το θέατρο «Χυτήριο» ή συμβαίνουν καθημερινά σε περιοχές της Αθήνας με θύματα αλλοδαπούς και …αλλόθρησκους;
Κάποιοι από εκείνους που πριν δέκα χρόνια είχαν βγει στους δρόμους με στόχο να γίνει δημοψήφισμα για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τώρα όχι σαν όχλος και με τη μορφή ομάδων προστασίας της φυλής, πολιτικά νομιμοποιημένοι ηθικά ενισχυμένοι εμφανίστηκαν για να αναζητήσουν το δίκιο τους. Και μαζί μ’ έναν ιεράρχη, που πολλές φορές έχει επιτεθεί χυδαία σε εκπροσώπους μειονοτήτων, κατέθεσαν μήνυση κατά των συντελεστών μιας θεατρικής παράστασης.
Ο ιεράρχης δεν έχει υποστεί καμία συνέπεια για όσα ρατσιστικά έχει πει πολλές φορές. Στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου και της Ιεραρχίας οι μητροπολίτες προστατεύουν μόνο τα δικά τους δικαιώματα.
Δεν ζούμε σε εποχή παραλογισμού. Ζούμε σε μια εποχή που κάποιοι προσπαθούν με κάθε τρόπο και κυρίως ως θεσμικοί εκπρόσωποι να ιδρύσουν ένα κράτος κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αυτό είναι οργανωμένο. Όχι από παράλογους πολιτικούς και αντιδραστικούς ιεράρχες, αλλά από αυθεντικούς εκφραστές του ρατσισμού που έχουν ως στόχο να νομιμοποιήσουν τη δράση τους. Και ό,τι δεν τους αρέσει να διακόπτεται, να ελέγχεται και να καταδικάζεται με συνοπτικές διαδικασίες.
Οι βουλευτές, οι ιεράρχες και το τσούρμο που τους συνοδεύει είναι η «θεσμική» θωράκιση, που έχουν σήμερα, όλοι όσοι πριν από δέκα και πλέον χρόνια ήταν πολιτικοί καιροσκόποι, αντιδραστικοί μητροπολίτες και γραφικοί διαδηλωτές.
Σήμερα μπορούν να εκφωνούν λόγους στη Βουλή, να κηρύττουν το μίσος και να επευφημούνται από το κοινό τους.
Για να εκτραφεί όμως αυτό το τέρας που κάθε μέρα γίνεται μεγαλύτερο έβαλαν και κάποιοι άλλοι το λιθαράκι τους. Πρόκειται για εκείνους που μετά τα «Δεκεμβριανά» του 2008 δεν ανέλυσαν τους κινδύνους του φαινομένου της βίας αλλά απλά το ερμήνευσαν. Πρόκειται για εκείνους που στο ανακάτεμα της πλατείας βρήκαν το δημοκρατικό άρωμα των μαζών. Πρόκειται τέλος, για όσους επικρότησαν την περίοδο εκείνη τη διακοπή θεατρικών παραστάσεων στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης. Και έτσι φτάσαμε μέχρι εδώ. Με βήματα αργά και σταθερά.
του Θωμά Τσάτση
*Ο Θωμάς Τσάτσης είναι δημοσιογράφος.
________________________________________________________________
Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-1TT