Η μετανάστευση έχει γίνει ξανά κομμάτι της ζωής μας, ήταν επόμενο. Βλέπω κείμενα να αναρτώνται καθημερινά στον παγκόσμιο ιστό για τους νέους μετανάστες της Ελλάδας ανά τον κόσμο. Δεν βλέπω όμως να ακούγεται τόσο δυνατά και η φωνή των νέων μας ‘εργασιακών θυμάτων’: των ανέργων μας.
Η ανεργία, λόγω του ύψους και του όγκου της, χρειάζεται έναν επαναπροσδιορισμό. Αισθάνομαι ότι για τη σημερινή Ελλάδα η λέξη ‘ανεργία’ είναι παραπλανητική και θα έπρεπε να αντικατασταθεί με τη λέξη ‘ανεργασία’ ή μάλλον ‘απληρωσία’. Διότι η ‘ανεργία’ υποδηλώνει ότι αυτό το ‘πάνω-από-ένα-εκατομμύριο ανθρώπων στην Ελλάδα’ δεν παράγουν κάποιο έργο, και αυτό, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είναι αλήθεια. Αυτός ο κύκλος των σημερινών ‘άνεργων’ κάθε άλλο παρά ανενεργός είναι. Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτών των ανθρώπων συνεχίζει ενεργά να στηρίζει την ελληνική οικονομία με το να αγοράζει όλων των ειδών αγαθά, να διασκεδάζει πού και πού, τρώγοντας, πίνοντας, πηγαίνοντας κινηματογράφο, ή ακούγοντας ζωντανή μουσική. Ένα μεγάλο κομμάτι, μην έχοντας εργασία και μην μπορώντας άλλο να ζει άπραγος/η μέσα στο σπίτι, αποφασίζει να επενδύσει σε μια καινούρια γλώσσα ή τέχνη, επομένως στηρίζει ελεύθερους επαγγελματίες, δασκάλους ή σχολές διδασκαλίας. Ένα άλλο κομμάτι φεύγει από την πόλη για να ζήσει στην επαρχία, επομένως βοηθά στην αποκέντρωση. Οι ίδιοι αυτοί ‘άνεργοι’ έχουν καταφέρει να ρίξουν τις τιμές στα εστιατόρια, στους πολιστικούς χώρους και τα νυχτερινά κέντρα, αναγκάζοντας την κοινωνία μας να ξανασκεφτεί κατά πόσο (πολύ) τελικά τόσα χρόνια απλώς κλέβαμε και εκμεταλλευόμασταν ο ένας τον άλλον.
Ένα επίσης μεγάλο κομμάτι Ελλήνων εργάζεται κανονικά, χωρίς όμως να πληρώνεται και χωρίς προοπτικές ένταξης στο χώρο εργασίας στον οποίο εργάζεται (συνήθως κάτω από τον τίτλο ‘πρακτική’, απλήρωτη εργασια, ‘εθελοντισμό’ ή ‘internship’). Οι οργανισμοί και οι εταιρίες που προσλαμβάνουν νέους (και μεγαλύτερους, πιθανώς, με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό, και αξιόλογο ιστορικό εργασίας) χωρίς οικονομικές απολαβές – έστω και συμβολικές – θα έπρεπε να ντρέπονται διότι εκμεταλλεύονται τη δίψα για παραγωγικότητα της πιο δημιουργικής και πιθανότατα της πιο μορφωμένης γενιάς στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας και ψυχολογικά μειώνουν τη δημιουργικότητα και την αξιοπρέπεια του πιο ενεργού δυναμικού στην κοινωνία μας.
Για όλους εμάς, εργαζόμενους, ημιεργαζόμενους ή άνεργους, που ακόμα δεν έχουμε μεταναστεύσει, αιωρείται ένα ‘γιατί;’. Γιατί είμαστε ακόμα εδώ; Οι απαντήσεις είναι πολλές, και για τον καθέναν ίσως διαφορετικές. Πολλοί από εμάς είμαστε ακόμα εδώ γιατί κάπου αισθανόμαστε ότι, όσο μπορούμε να αντέξουμε ακόμα, ο τόπος αυτός μας χρειάζεται, όπως κι εμείς αυτόν. Άλλοι μπορεί να νιώθουν ότι η κρίση, παρά τα προβλήματά της, προσφέρει την ευκαιρία να μάθουμε από τα παθήματά μας, και άλλοι ίσως αισθάνονται ότι η στιγμή αυτή είναι η αρχή μιας καμπής στην ιστορία μας. Άλλοι ακόμα ελπίζουν. Άλλοι παίρνουν έμπνευση από τη μιζέρια της Ελλάδας. Άλλοι κερδίζουν εις βάρος της μιζέριας της Ελλάδας. Άλλοι απλά δεν αντέχουν να φύγουν για προσωπικούς ή υγείας λόγους. Αλλά ένα είναι σίγουρο, όπως είχε γράψει και ο Σεφέρης: «όπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει». Άνεργοι, ενεργοί, φαντάσματα ή μη, είμαστε σίγουρα όλοι πληγωμένοι. [Μα συνεχίζουμε να γελάμε].
*Η Αλεξία Λιακουνάκου είναι κοινωνική ανθρωπολόγος.
________________________________________________________________
Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-209