Παλιά στο σχολείο οι καθηγητές μας μάς έλεγαν ότι θα πρέπει να προσέχουμε στο μάθημα της έκθεσης, ότι θα πρέπει να διαβάζουμε τους καλούς έλληνες συγγραφείς, γιατί θα μάς βοηθήσουν να εμπλουτίσουμε το λεξιλόγιό μας. Δίκιο είχαν οι καθηγητές μας, μόνο που δυστυχώς, πέρα από τις νουθεσίες και τα τσιτάτα που μας έλεγαν, δεν εμβάθυναν, όπως γενικότερα «δεν εμβαθύνει» η παιδεία στην Ελλάδα, δεν μας εξηγούσαν τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να γνωρίζουμε να γράφουμε και να μιλάμε με πολλές λέξεις. Και βέβαια, αυτό που κανείς δεν μας είπε ποτέ, είναι πως ο πλούτος της γλώσσας μας, δεν κρίνεται μόνο από των αριθμό των λέξεων που διαθέτει, αλλά κι από τη γραμματική και το συντακτικό της, κυρίως – κατά την προσωπική μου άποψη – από το τελευταίο.
Ας ξεκινήσουμε όμως πρώτα από τις λέξεις. Η ελληνική γλώσσα… το ρεζερβουάρ της, είναι γεμάτο με εκατομμύρια λέξεις, οι περισσότερες από τις οποίες κουβαλούν επάνω τους ιστορία χιλιάδων χρόνων. Αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω κάποιον όρο για να χαρακτηρίσω την ελληνική γλώσσα, θα την αποκαλούσα αναγωγική. Η αναγωγικότητά της αποτελεί ατού για την γλώσσας μας, όπως ατού αποτελεί και η συνθετικότητά της.
Ας έλθουμε τώρα στο συντακτικό που για μένα είναι το σημαντικότερο. Η ελληνική γλώσσα διαθέτει έναν τεράστιο αριθμό συντακτικών σχημάτων, τα οποία μπορούν να αξιοποιούν, να εισχωρούν, ακόμα και να «τεντώνουν» τις αμέτρητες νοητικές δυνατότητες που έχει ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ατού των ελληνικών, καθώς όταν, γλωσσικά, μπορείς να ξεκλειδώσεις και να περάσεις μέσα από τις δισεκατομμύρια διακλαδώσεις του ανθρωπίνου εγκεφάλου, τότε σαφέστατα μπορείς να προσδοκάς σε μεγέθυνση της φαντασίας, της αντιληπτικότητας και φυσικά της δημιουργίας.
Δεν είμαι ελληνογλωσσολάγνος. Η ελληνική γλώσσα, δεν είναι η μοναδική στον κόσμο που διαθέτει πλούσιο λεξιλόγιο και συντακτικό. Αν γράφω σήμερα για τα ελληνικά, είναι γιατί πιστεύω πως, η γλώσσα μας, όπως και τα αγγλικά, αυτή η τεράστια κατά την άποψή μου γλώσσα, έχει, όπως είπα και πριν, το ρεζερβουάρ της γεμάτο με λέξεις και συντακτικά σχήματα, οπότε μπορούμε κι εμείς σαν τους αγγλόφωνους, αν το προσπαθήσουμε, να «τεντώσουμε» τις εμπειρίες μας, μπορούμε να δείξουμε μεγάλα δείγματα γραφής στην λογοτεχνία και σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δημιουργίας που απαιτείται η χρήση καλής γλώσσας.
Ναι μπορούμε, όμως δυστυχώς σε αντίθεση με τους άγγλους ή τους αμερικανούς, που ο γλωσσικός τους πλούτος τους κάνει να «λάμπουν» όταν μιλούν, σήμερα ζούμε μια περίοδο ύφεσης των ελληνικών. Δυστυχώς, εμείς οι «νεότεροι», δεν είμαστε μόνο η γενιά των 450 ευρώ, αλλά και η γενιά των 450 λέξεων και των 10 και κάτω εκφραστικών σχημάτων. Κάθε μέρα που περνάει χάνουμε, αντί να προσθέτουμε λέξεις, φτωχαίνουμε, αντί να γινόμαστε πλουσιότεροι εκφραστικά.
Δεν μου αρέσει να το παίζω Κασσάνδρα, αλλά οι γενιές που πήγαν σχολείο από 1980 και μετά, οι γενιές των αγραμμάτων οι όπως «μου αρέσει» να τις αποκαλώ, που εννοείται πως καθόλου δεν ευθύνονται για το γλωσσικό τους χάλι, οι νέοι άνθρωποι αυτής της χώρας τέλος πάντων, πως θα βγάλουν τον καινούργιο Καζαντζάκη, όταν ζουν μέσα συνθήκες βαριάς γλωσσικής πενίας; Θα μπορούσα να πω πολλά για τον Ράλλη, τον Παπανδρέου και τους υπουργούς παιδείας της μεταπολιτευτικής περιόδου. Σίγουρα, όλοι τους έχουν μεγάλου ευθύνες για το γλωσσικό ξεστράτισμα της νέας γενιάς. Το ζήτημα είναι τι κάνουμε από εδώ και στο εξής. Έχει η σημερινή κυβέρνηση κάποιο σχέδιο για την αναγέννηση της ελληνικής γλώσσας; Αντιλαμβάνονται κανείς υπεύθυνος τη σοβαρότητα αυτού του θέματος;
του Χρυσοβαλάντη Κωνσταντινίδη
*Ο Χρυσοβαλάντης Κωνσταντινίδης είναι Πολιτικός Επιστήμων.
________________________________________________________________
Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-20v