Πάντα μου άρεσαν τα βιβλία. Από μικρό με τρέλαινε η μυρωδιά του χαρτιού, τότε ειδικά είχε μια άλλη ποιότητα (ή μήπως είναι η μνήμη μου που χρόνια μετά ντύνει την παιδική ανάμνηση με ομορφιά;) Κάθε βιβλίο μου φαίνεται σαν μια υπόσχεση. Σαν ταξίδι που φεύγεις για κάπου μακριά, μα που δεν ξέρεις πού, και πώς, και τι θα βρεις. Πολλές φορές, δεν ξέρεις κι αν θα γυρίσεις. Μα ξέρεις (και τ’αποζητάς, κι είν’ ο λόγος που ξεφυλλίζεις και γυρνάς τις σελίδες του ρουφώντας το μαύρο τυπωμένο θησαυρό ενώ μυρίζεις το μελάνι) πως δε θε νά’σαι ο ίδιος. Κάτι θα έχεις πάρει από το μονοπάτι που ταξίδεψες, και κάτι θα έχεις αφήσει μέσα του όταν κλείσεις την τελευταία του σελίδα. Μία αλλαγή θα έχει γίνει στο μυαλό σου, και θαρρώ πως όσο μεγαλύτερη η αλλαγή που σου φέρνει, τόσο καλύτερο είναι το βιβλίο τελικά: Αυτή είναι η κλίμακα που βάζω μέσα μου για να τα ξεχωρίζω. Μα καθένα τους το θεωρώ μοναδικό – τι γράφτηκε από έναν άλλονε νου, σαν πασπαρτού κλειδί για θα το διαβεί το δικό μου μυαλό, δίνοντας ζωή στα όσα που μας αράδιασε ο άλλος στη σειρά τις λέξεις και τις σελίδες του.
Μα ξεμακραίνω. Πάντα λοιπόν μου άρεσαν τα βιβλία και – από όταν ήμουν φοιτητής και βρέθηκα να ζω σε μια μεγάλη πόλη – δεν χόρταινα να πηγαίνω σε βιβλιοπωλεία. Να τα περιδιαβάζω: Θησαυροί αραδιασμένοι τα βιβλία, προσπέρναγα, τ’ομολογώ, τις νέες κυκλοφορίες, σα να αναδύουν μαζικότητα και κατανάλωση. Πήγαινα στα ράφια, τραβούσα τίτλους, άνοιγα, μύριζα το χαρτί, το χρώμα αλλού λευκό, αλλού κιτρινότερο, χοντρό ή πιο ευτελές, διάβαζα την περίληψη, κοίταζα τον συγγραφέα στα μάτια, έβαζα στο μυαλό μου τι τάχα θέλει να μου πει, ταξίδευα για λίγο. Πάντα αγοράζω κάτι, κι ευτυχώς που το βιβλίο είναι αρκετά προσιτό, τι αλλιώς…
Και με τα βιβλιοπωλεία, λάτρεψα τα καφέ που συχνά είναι φυτρωμένα στον χώρο τους. Ανταμωμένα με τα βιβλία, θαρρώ, είναι ξέχωρα στο μυαλό μου, δεν πας εκεί να χαζέψεις, να κουτσομπολέψεις, να συναναστραφείς ή να συναγελαστείς. Βλέπεις συχνά μοναχικούς τύπους, στο χέρι βιβλίο, περιοδικό, εφημερίδα – τώρα τελευταία laptop, ευχαριστούμε ελεύθερο wifi! – απορροφημένους, χαμένους στη σκέψη τους. Οι παρέες είναι σχεδόν πάντα ήρεμες, συμμαζεμένες – σαν σε εκκλησία, όπως κάθεσαι στο ναό και σέβεσαι, ακόμη κι αν δεν πιστεύεις, τα άχραντα μυστήρια του ιερού, έτσι κι εδώ. Μόνο που το ιερό δίπλα είναι τα ράφια με τα βιβλία, και το μυστήριο είναι απ’τα πιο αρχαία του ζώου τούτου που το λένε άνθρωπο, η απαρχή της γνώσης, κι η αποτύπωση της τέχνης, της αφήγησης, των συναισθημάτων.
Έτσι σήμερα, μια βροχερή Παρασκευή του Ιανουαρίου πήρα το laptop, βρέθηκα στο παλιό μου στέκι, στο καφέ αγαπημένου βιβλιοπωλείου του Χαλανδρίου. Δεν έχω ταξίδι, το δίκτυο γρήγορο, ο καφές τέλειος, νά’μαι από τις εννιάμισι, παρέα μου τα παιδιά που μου ‘φεραν τον καφέ. Δουλεύω, e-mail, αναφορές, εγκρίσεις, και η βροχή χτυπάει το γυάλινο ταβάνι του αίθριου. Γύρω μου το μέρος γεμίζει σιγά σιγά. Και κάθε που κουράζομαι, τα αφήνω όλα – έχω εμπιστοσύνη – πετάγομαι στο βιβλιοπωλείο δίπλα, έναν όροφο τη φορά. Να δω, να μυρίσω, να ξεφυλλίσω, να χαθώ.
του Νίκου Δ. Δενδρή
________________________________________________________________
Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-29r