«Ο θησαυρός» της Ζωρζ

Τη γνώρισα με το Όταν ο ήλιος στην Πέμπτη Δημοτικού. Η ηρωίδα του βιβλίου, η Ζωή, με συνεπήρε, με δυναμίτισε. Αχόρταγα την αναζήτησα και σε άλλα βιβλία της Ζωρζ Σαρή – την ανακάλυψα στην Κόκκινη κλωστή δεμένη, στο Θησαυρό της Βαγίας, στα Στενά παπούτσια… Ακολοθούσα τη Ζωή να μεγαλώνει, να κλαίει, να γελάει, να πεισμώνει, να μάχεται κι έπλαθα τις δικές μου Ζ/ζωές.

Ύστερα έπαψε να’χει σημασία το όνομα. Ακόμη κι όταν δεν έγραφε για τη Ζωή, αλλά για την Άννα στα Γενέθλια, για τη Χριστίνα στο Ψέμα, για την Ανάστω στο Παραράδιασμα, για τη Μάτα στα Χέγια, ήταν η «δική» μου Ζωρζ. Εκείνη ήταν τελικά που μ’είχε κερδίσει –  η γραφή, η σκέψη της, ο κόσμος μέσα από τα μάτια της. Και την αγάπησα πιστά όλα τα χρόνια της εφηβείας μου. Την εγκατέλειψα λίγο πριν εκδώσει τη Νινέτ. Είχα πιστέψει ότι μεγάλωσα. Πού και πού ξέκλεβα καμιά ματιά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων να δω τι την απασχολεί. Σα παλιά αγάπη που, σαν την εγκαταλείψεις, σε κατατρύχει λίγη εγωιστική περιέργεια πώς ζει χωρίς εσένα. Μα δεν την ξαναδιάβασα.

Τη συνάντησα όμως, συμπτωματικά, αρκετά χρόνια μετά σε ένα συνέδριο για την Παιδική Λογοτεχνία. Ήταν μαζί με την Άλκη Ζέη. Και τη Ζέη τη διάβαζα, αλλά είχα μια άλλη αγάπη για τη Ζωρζ Σαρή. Παρθενική. Στα διαλείμματα των συνεδριών, γυρνούσα σα τη μέλισσα γύρω της και την κρυφοκοίταζα. Η «δική» μου Ζωρζ ήταν εκεί, τρεις δρασκελιές μακριά. Κόσμος ερχόταν, τη χαιρετούσε, της μιλούσε. Την κρυφοκαμάρωνα νοσταλγικά.

Κόντευε να περάσει η μέρα κι εγώ πάλευα να μαζέψω όλο μου το θάρρος, να καταχωνιάσω όλες μου τις αναστολές και να την πλησιάσω. Όταν τελικά κίνησα να πάω, μετάνιωσα για τον αυθορμητισμό μου (Θεέ μου, δεν έχω καν προετοιμάσει τι θα της πρωτοπώ). Περπατούσα αιώνες. Όταν κατάφερα να φτάσω, κατακόκκινη από ντροπή, ψέλλισα: «Συγγνώμη… δε… με… ξέρετε. Αλλά εγώ σας ξέρω…» Σα χαμογέλασε γλυκά με τα μεγάλα της μάτια – να η «δική μου» Ζωρζ, αναθάρρησα: «Ξέρετε, μεγάλωσα με τα βιβλία σας και ήθελα να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ… ». Ανάσα κι ύστερα πυροτεχνήματα. Μόνο τα πρώτα λόγια της θυμάμαι: «Μα τι λέτε; Εγώ σας ευχαριστώ που μου δίνετε τέτοια χαρά». Τις άλλες μας κουβέντες τις παρέσυρε ο ενθουσιασμός, ίσως πλέον κι η αχλή του χρόνου.

Έκτοτε τη συνάντησα σα δεδομένο στην έρευνά μου για τα σχολικά βιβλία του Γυμνασίου. Εκεί βρίσκεται η Νινέτ, ένα από τα βραβευμένα της έργα, στο άνοιγμα των σχολικών βιβλίων προς τη σύγχρονη «παιδική λογοτεχνία». Είναι άραγε αυτή μια θέση που θα της εξασφαλίσει διάρκεια στο χρόνο και υστεροφημία; Δεν είμαι τόσο σίγουρη ότι η ίδια υπέφερε από τέτοιες αγωνίες. Έτσι μου φάνηκε την τελευταία φορά που την είδα, πάλι τυχαία, στο ράφι μιας παιδικής βιβλιοθήκης πριν περίπου ένα μήνα. Οι αναγνώστες της, παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 2000. «Εμένα, κυρία, το αγαπημένο μου βιβλίο είναι το Όταν ο ήλιος». Τι σύμπτωση! Κι εμένα!

Αρνούμαι να την αποχαιρετήσω. Γιατί τελικά αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ άλλοτε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς είναι την αισιοδοξία πως κι Όταν ο ήλιος δύει, η Ζωή συνεχίζε(τα)ι.

της Αναστασίας Στάμογλου

*Η Αναστασία Στάμογλου είναι Διδακτορική φοιτήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας-Διδακτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Birmingham, UK.

__________________________________________________________

Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-1pw

This entry was posted in Education, Intellectuals, Portraits and tagged , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s