Stolen Car

Οι φίλοι μου κι εγώ ουρές σε γραφεία ψυχιάτρων δίνουμε εξετάσεις στο DSM, μαθαίνουμε λέξεις τροπικές όπως αλπραζολάμη, βρωμαζεπάνη, ταρταρική ζοπικλόνη και μαζεύουμε χαρτάκια με συνταγές φαρμάκων που θυμίζουν Γάλλους ποιητές. Remeron, effexor, notorium, pascalium, frisium, apollonset και στο τέλος του δρόμου η μητέρα όλων των μαχών, anafranil. Του μνημονίου οι πεσόντες με σεροτονίνη χαμηλή τρώνε χρωματιστά μάτριξ που ελέγχουν το μυαλό και δεν ανησυχούν για τις εκλογές, μόνο σφίγγουν σε ιδρωμένες παλάμες λίστες συμπτωμάτων που δεν πρέπει να ξεχάσουν όταν περάσουν την πόρτα του γιατρού: φόβος, απελπισία, φόβος, φόβος, αϋπνία, μνήμη, στυτική δυσλειτουργία. Ο φίλος μου κι εγώ κάθε Τετάρτη πιστοί στο ραντεβού, εκείνος φοβισμένος, εγώ λιγότερο. Η ώρα στην ψυχιατρική κλινική δεν περνάει με τίποτα, κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα οι άνθρωποι πετιούνται πάνω σαν ελατήρια, να τελειώνουμε, να φύγουμε από ‘δω, πόση ταπείνωση ακόμα θα αντέξουμε; Δεν μιλούν μεταξύ τους, μόνο ρίχνουν κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλο με την ελπίδα ότι δίπλα τους θα αναγνωρίσουν σημάδια τρέλας, ότι οι ίδιοι είναι διαφορετικοί και βρέθηκαν εδώ κατά λάθος, μακάρι να ήταν αόρατοι. Στο τραπεζάκι του προθάλαμου ξεχασμένο ένα μισοσκισμένο διαγνωστικό εγχειρίδιο, το ξεφυλλίζω αδιάφορα χωρίς να καταλαβαίνω, τραβάω μια γραμμή και σβήνω τη λέξη συναισθηματικές διαταραχές, την αντικαθιστώ με τη λέξη μνημονιακές και όλα πια βγάζουν νόημα, όμως θέλω να φύγω από ‘δω, να φύγουμε από ‘δω, να κλέψουμε πάλι ένα αμάξι όπως τότε και να φύγουμε μακριά, όμως τι νόημα θα είχε, στο κεφάλι μου φτιάχνω τηλεοπτικές διαφημίσεις, πάρε κι εσύ αταράξ και μην πολυταράξ γιατί θα αναταράξ, μετά πάω να στείλω μήνυμα, θέλω να γράψω κατάθλιψη αλλά το έξυπνο κινητό γράφει κατάθεση, παραιτούμαι από κάθε προσπάθεια. Μπαίνουμε επιτέλους στο γραφείο της ψυχιάτρου, κόσμος πολύς, κάποιος έχει γενέθλια και μοιράζει γλυκά και αγκαλιές, λείπουν μόνο τα καπελάκια και οι καραμούζες, εκείνος σιωπηλός και φοβισμένος, η ψυχίατρος τον ρωτά αν σκέφτεται να κάνει κακό στον εαυτό του και μετά καταβροχθίζει ένα τεράστιο ταρτάκι σχεδόν με μια μπουκιά. Απ’ έξω οι ανθρωποφύλακες δίνουν μάχες, μπες γρήγορα στο δωμάτιο σου, τη μανούλα μου θέλω, άστε με να δω τη μανούλα μου ρε παιδιά, στο δίπλα δωμάτιο έχει επισκεπτήριο, έφηβοι με γάζες στους καρπούς των χεριών, μαμάδες που καπνίζουν ασταμάτητα, μπάτσοι με πολιτικά πάνε κι έρχονται, μετανάστες με χειροπέδες και βλέμμα αδειανό, τόση συσσωρευμένη οδύνη δεν πρέπει να έχει ξαναϋπάρξει. Φίλοι απ’ τα παλιά με αναγνωρίζουν, χαιρετάνε βιαστικά κουνώντας μόνο το κεφάλι, χάνονται σε θαλάμους με βαριές σιδεριές και αυτό το καλοκαίρι δεν θα τελειώσει ποτέ. Βενζοδιαζεπίνες, τρικυκλικά, τεταρτοκυκλικά, χλωμιπραμίνη, αμιτρυπτιλίνη, δοξεπίνη, όλα τα μάθαμε και τα εμπεδώσαμε μέσα σε λίγους μήνες που χάσαμε τον ύπνο μας και το stilnox έγινε η μόνη πραγματική δύναμη ελπίδας απέναντι στη δύναμη ελπίδας της νέας κυβέρνησης. Επιτέλους φεύγουμε, πάμε να πιούμε μια μπύρα να ξεπλύνουμε λίγο τη θλίψη, εκείνος ξέρει πως στεναχωρήθηκα και προσπαθεί να κάνει αστεία, άγαρμπα όπως πάντα, ποτέ δεν ήταν αστείος στην πραγματικότητα, κάνω ότι γελάω για να τον ευχαριστήσω για την προσπάθεια, απ’ το πρωί όμως μία φράση έχει μουδιάσει το μυαλό μου: αφού χάσαμε τον ύπνο μας θα τον χάσουν κι αυτοί!

silentcrossing

__________________________________________________________

Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-1vy

This entry was posted in Crisis and tagged . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s