Είμαι 26, είμαι δικηγόρος και από το τέλος του 2008 γυρίζω τις αίθουσες των δικαστηρίων, διαβάζω και συντάσσω δικόγραφα, προσπαθώντας αυτή την σπουδαία επιστήμη που κύριο της μέλημα είναι το πανανθρώπινο πρόσωπο της δικαιοσύνης, να την εντάξω στην καθημερινότητά μου. Δεν γίνεται.
Σπούδασα 4 χρόνια στην Κομοτηνή, ήμουν πολιτικώς ενεργή, υπήρξα μέλος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ κι έχω φίλους που ακόμα και σήμερα, 5 χρόνια μετά, μου το χτυπάνε με την πρώτη ευκαιρία και ντρέπονται λίγο για μένα. Δεν το μετανιώνω, αλλά μάλλον σήμερα δεν θα το έκανα. Όχι μόνο γιατί ήταν η ΔΑΠ (που για μας, κι όποιος θέλει το πιστεύει, ήταν διαφοροποιημένη από τη ΝΔ), αλλά όποια παράταξη και να ‘ταν πάλι δεν θα το έκανα. Γιατί έγινα κι εγώ ένα μικρό απειροελάχιστο γραναζάκι ενός τεράστιου σαρκοβόρου συστήματος που σήμερα με τρώει και με κάνει να ντρέπομαι.
Με κάνει να ντρέπομαι που μεγαλώνω σε μια χώρα που αδιαφορεί για τους δολοφονημένους Πακιστανούς ή τους Σενεγαλέζους που κάνουν σάλτο μορτάλε στις ράγες του τρένου για να γλιτώσουν από το ξύλο της αστυνομίας. Με κάνει να ντρέπομαι που στο όνομα της νομιμότητας σπάει στο ξύλο πιτσιρικάδες που τους βαφτίζει αρχιτρομοκράτες και δεν κάθεται να δει τι έφταιξε κι αυτά τα παιδιά στα 20-23 τους δεν κάνουν όνειρα αλλά ληστεύουν τράπεζες.
Με κάνει να σιχαίνομαι κάθε πρακτική τρομοκρατίας που περιβάλλεται τον μανδύα της καταστολής. Σε καταστολή μπαίνουν οι άρρωστοι, οι υγιείς θέλουν εγρήγορση. Γρήγορο μυαλό, κοφτερό, τρόπους αποτίναξης των κακώς κειμένων. Με κάνει να σιχαίνομαι την ίδια την επιστήμη που σπούδασα και αγαπώ (μόνο ως επιστήμη και ούτε κατά διάνοια ως καθημερινή εργασία, απέχουν χιλιόμετρα εξάλλου) γιατί την καταπατούν καθημερινά και στο όνομά της κάνουν τέρατα. Πρώτα καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα με τον χειρότερο τρόπο, μετά βγαίνουν τα υπουργεία και αγιοποιούν τους μπάτσους που είναι μισθωτοί των 600 ευρω και «κάνουν τη δουλειά τους» και μετά, πάντα ανακουφισμένοι που όλα έχουν γίνει νόμιμα, αλλάζουμε κανάλι.
Με κάνει να νιώθω ανήθικη που δεν βρίσκω έναν τρόπο να κάνω κάτι σε αυτούς τους «κυρίους» με το μακρύ χέρι που σάπισαν στο ξύλο 4 κατηγορούμενους επειδή μπορούσαν και επειδή η ιδεολογία τους ήταν άλλη απ’ ό,τι για εκείνους θα έπρεπε. Με κάνει να θέλω να κάνω εμετό που εγώ αυτούς τους πληρώνω από τα έσοδα που δεν έχω και που φορούν το εθνόσημό μου στο χέρι τους. Και τέλος, με κάνει να θέλω να βάλω τα κλάματα, που βλέποντας τέσσερα παιδιά, να κατηγορούνται για διπλή ληστεία και να γίνεται αγώνας να συνδεθούν με τρομοκρατικές επιθέσεις, σκέφτομαι ότι δεν μπορεί κανείς να τους πει κάτι, τύπου «Τι κάνεις εκεί. Σκέψου το μέλλον σου».
Ποιο μέλλον μωρέ; Αυτό που σβήνει καθημερινά στις πλατείες, στους δρόμους και στα κρατητήρια, όταν όλοι οι εγκάθετοι, ξεφορτώνουν τις μολότοφ στις υπηρεσίες τους και γυρνάν’ στις γυναίκες τους ανενόχλητοι; Αυτό το μέλλον; Άιντε κι εσείς κι ο γρύλος σας.
της Γωγώς Δελογιάννη
________________________________________________________________
Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-2c6