Here Comes The Rain Again

Είναι που πια την Αθήνα τη ζω σαν επισκέπτης, ποιος το φανταζόταν βέβαια αυτό, τη δική μου την Αθήνα να τη ζω στο περιθώριο της καθημερινότητας, κάνω όμως ό,τι μπορώ, έρχομαι, βλέπω, μυρίζω, συμπάσχω, γυρνάω άσκοπα στο κέντρο, Εξάρχεια-Βικτώρια-Μοναστηράκι και πάλι πίσω, κάνω αδιάκοπους κύκλους γύρω από την πόλη και τον εαυτό μου, κάθομαι στις γαλαρίες των λεωφορείων και από τα παράθυρα ψάχνω να βρω χρυσαυγίτες στο δρόμο, είναι ένα παιχνίδι που επινόησα τον Αύγουστο, όμως τόσους μήνες δεν έχω δει ακόμα κανένα χρυσαυγίτη, αυτό το έχω λίγο παράπονο, μερικές φορές κάθομαι σε ένα πεζούλι στην Κοτζιά ή στην πλατεία Αττικής, πιο συχνά στην Πατησίων έξω από το αρχαιολογικό μουσείο, και κάποτε κλείνω τα μάτια να ακούω μόνο τη βροχή και τις λέξεις που αφήνουν πίσω τους οι περαστικοί. Κάθομαι και περιμένω να σχολάσουν απ’ τις δουλειές τους οι φίλοι μου, όσοι έχουν ακόμα δουλειές, και όταν συναντιόμαστε τους παρατηρώ με μεγάλη σχολαστικότητα να σφίγγουν δόντια και γροθιές, άλλοτε περήφανοι άλλοτε τσακισμένοι, να ψάχνουν για λίγο θάρρος όπως εκείνο το λιοντάρι στον Μάγο του Οζ, να γυρνούν κι αυτοί σε λιβάδια με παπαρούνες αναζητώντας το σοκολατάκι που θα τους κάνει λίγο πιο γενναίους. Πάντως δεν άλλαξαν και τόσα πολλά στην Αθήνα από τότε που έφυγα, την ίδια θλίψη άφησα πίσω, τα ίδια χέρια απλωμένα στα πεζοδρόμια, τα ίδια κόκκινα από το νέφος μάτια, τους ίδιους σακατεμένους στην Τοσίτσα, τους ίδιους ναυαγισμένους στην Πέτρου Ράλλη. Μόνο που πια η ανθρωπογεωγραφία της φτώχειας άλλαξε στρατόπεδο, τα μπαλκόνια στην Αχαρνών γέμισαν ελληνικά σημαιάκια και τα χαμόγελα των κατοίκων κρύβουν αμήχανες ενοχές. Και που όταν κατά λάθος ακουμπάς κάποιον περαστικό στο δρόμο τινάζεται απότομα σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Κάθομαι λοιπόν στο πεζούλι και αφουγκράζομαι την πόλη, την Αθήνα μου, χαζεύω τους περαστικούς και φτιάχνω ιστορίες για τις ζωές και τα ταξίδια τους. Στην Πανεπιστημίου στέκομαι για λίγο δίπλα σε ένα αστυνομικό όργανο που παίζει βαριεστημένα ένα παιχνίδι στο κινητό του, θέλω να το ρωτήσω κάτι για να σκοτώσω την ώρα μου, ο,τιδήποτε, αν του αρέσει η δουλειά του και πως αισθάνεται που παράγει κοινωνική υπεραξία, δεν προλαβαίνω όμως γιατί ένας κύριος με γκρι σακάκι, γκρι παντελόνι και γκρι μέλλον τον πλησιάζει βιαστικά κάνοντας χειρονομίες, τι κάθεσαι εδώ, του λέει, στη γωνία παίζουν παπατζή, τρέχα, τρέχα! ενώ λίγο πριν στο μετρό ένα ζευγάρι μεσήλικων όρμισαν να σκίσουν επιδεικτικά το εισιτήριο που άφησα για τον επόμενο επιβάτη φωνάζοντας πως αυτοί δεν είναι κορόιδα να πληρώνουν, μετά έφυγαν αγκαζέ κι εγώ έμεινα πίσω να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς έγιναν όλοι τόσο νομιμόφρονες σ’ αυτή την πόλη. Όμως λίγο πιο κάτω, στο φανάρι Αιόλου και Σταδίου οι περαστικοί μαζεύονται γύρω από μια κοπέλα από την Αφρική που έχει πέσει κάτω και αμέσως την σηκώνουν και την βοηθούν χαμογελαστοί να περάσει απέναντι και στην Καπνικαρέα μια ηλικιωμένη κυρία λέει λόγια παρηγορητικά σε ένα παιδί από κάποια χώρα της ανατολής που ζητιανεύει στο πεζοδρόμιο, επίσης έξω από το Public στο Σύνταγμα ένας άστεγος σφίγγει στην αγκαλιά του τον σκύλο του και από τα ηχεία ενός καφενείου στην Καραγεώργη Σερβίας ακούγεται ένα τραγούδι του Μάνου Λοΐζου. Σκέφτομαι πως πάντα έτσι σιωπηλοί ήταν οι γενναίοι αυτής της πόλης, σιωπηλές και οι μικρές τους νίκες. Και ότι μερικές φορές το μόνο που χρειάζονται είναι μια Macy με ένα φανταχτερό φόρεμα να τους πει ότι everything is gonna be alright κι αυτοί θα την πιστέψουν.

Μιά πινελιά στον καμβά της ψηφιακής μας ζωής από τον e-φίλο silent
________________________________________________________________
Shortlink: http://wp.me/p1eFQy-215

This entry was posted in Life, Stories from the city and tagged , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s